25.03.2025 | 08:0025.03.2025 | 08:00

Η Επανάσταση στην Μακεδονία

Η επανάσταση του 1821 για κάθε περιοχή της Ελλάδας αποτέλεσε έναν ξεχωριστό αγώνα για ανεξαρτησία. Στη Μακεδονία από το πρώτο επαναστατικό κίνημα του ‘21 έως την απελευθέρωσή της, οι κάτοικοί της διατήρησαν το ίδιο πάθος σε κάθε προσπάθειά τους και στάθηκαν πιστοί στο όραμα τους για ελευθερία.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν καμιά αλλαγή και διατάραξη στο χώρο των Βαλκανίων. Εξάλλου η Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας δεν ευνοούσε εξεγέρσεις που θα δημιουργούσαν προβλήματα τόσο στις ισχυρές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 

Ωστόσο το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο και η Μακεδονία δεν έμεινε έξω από το χορό των επαναστατικών κινημάτων που συγκλόνισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Αγώνα υπήρξε ο Εμμανουήλ Παπάς, γεννημένος από εύπορη οικογένεια στην Δοβίστα Σερρών. Στρατολογήθηκε από Κωνσταντίνο Παπαδάτο στη Φιλική Εταιρεία, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. 

Τον Μάρτιο του 1821, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, ο Εμμανουήλ Παππάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Μαρτίου 1821 μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, με πλοίο γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια του Θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη. Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, με τον Εμμανουήλ Παππά να κηρύσσεται "αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας". Σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, με επίκεντρο τον Πολύγυρο επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. 

Ωστόσο, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά επικράτησαν των επαναστατών, ενώ ενισχύσεις στους επαναστατημένους Μακεδόνες δεν έφτασαν ποτέ καθώς οι εξελίξεις στις υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές περιόρισαν τη δράση των Ελλήνων. Ο Παππάς εγκατέλειψε το αρχηγείο του και καθώς έπλεε στην Ύδρα πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοίο. 

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, στη Νάουσα ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, ύψωσε την επαναστατική σημαία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της λειτουργίας. Μαζί του οι οπλαρχηγοί Αγγελής Γάτσος, Λάζος Ραμαδάνης και Γιάννης Καρατάσιος προσπάθησαν να καταλάβουν τη Βέροια χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Τις επόμενες μέρες οι Οθωμανοί, έφθασαν από τη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Μεχμέτ Εμίν πασά, γνωστό και ως Εμπού Λουμπούτ με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης. Οι οπλαρχηγοί της επανάστασης, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τελικά την είσοδο των οθωμανικών δυνάμεων στη Νάουσα στις 13 Απριλίου 1822. Την εισβολή, ακολούθησαν σκληρές μάχες, δηώσεις και σφαγές και το τραγικό τέλος των Ζαφειράκη και Καρατάσιου. 

Τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία δεν σταματούν με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Το 1853 όταν το Ανατολικό Ζήτημα εισήλθε σε μια νέα φάση, τα συμφέροντα Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αλληλοσυγκρούστηκαν. Η διεθνής κατάσταση όμως, δημιούργησε νέες ελπίδες για ελευθερία στους Έλληνες της Μακεδονίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) βρήκε την Αγγλία και τη Γαλλία στο πλευρό του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄, εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄.

Στο βασίλειο της Ελλάδας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ωθούσε τόσο τον βασιλιά Όθωνα αλλά και τους ιδεολογικούς της υποστηρικτές να ξεκινήσουν έναν ένθερμο αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Βέβαια οι διπλωματικές της δεσμεύσεις δεν της επέτρεπαν να αναμειχθεί εμφανώς σε μια τέτοια εκστρατεία. 

Ωστόσο εθελοντικά σώματα και Μακεδόνες οπλαρχηγοί, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη νότια Ελλάδα μετά την αποτυχία της επανάστασης το 1821-22, επανάκαμψαν το 1854. Ο Τσάμης Καρατάσος υπασπιστής του Όθωνα, ανέλαβε την περιοχή της Χαλκιδικής και ο Θεόδωρος Ζιάκας της δυτικής Μακεδονίας, με κάποιες μικρές επιτυχίες του στη Πίνδο, καθώς και στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Γρεβενών. Μετά την πίεση της Αγγλίας στην ελληνική κυβέρνηση όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Όσο για τον Καρατάσο, μετά την απόβασή του στη Σιθωνία, έκανε κάποιες επιχειρήσεις στη Γαλάτιστα και την Ορμύλια, οι οποίες όμως δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα η γαλλική αντίδραση στην ελληνική κυβέρνηση, οδήγησε σε υπαναχώρησή του. 

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. 

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέους κινδύνους για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση, το Φεβρουάριο του 1878, έστειλε στο Λιτόχωρο τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, η μητέρα του οποίου καταγόταν από τη Νικήτη Χαλκιδικής. Την 16η Φεβρουαρίου 1878 εθελοντές από την Ελλάδα, υπό την ηγεσία του αποβιβάστηκαν στην Πλάκα Λιτοχώρου και ενώθηκαν με τους κατοίκους του Λιτοχώρου και μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση συγκρότησαν στις 18 Φεβρουαρίου την «Προσωρινή Κυβέρνηση της εν Μακεδονία επαρχίας της Ελιμείας», με πρόεδρο τον Ιωάννη Γκοβεντάρο, γραμματέα τον Αναστάσιο Πηχεώνα και στρατιωτικό διοικητή τον οπλαρχηγό τον Ιωσήφ Λιάτη. Οι Έλληνες επαναστάτες, αποφασισμένοι να μην αγνοηθούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, κλιμάκωσαν τον ανταρτοπόλεμο σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι. Ωστόσο ο χειμώνας του 1878, καθώς και η κακή οργάνωση, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. 

Μολονότι η επανάσταση δεν ήταν επιτυχής, η αντίδραση των Ελλήνων στα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας δεν πέρασε απαρατήρητη. Το καλοκαίρι του 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έβαλαν φρένο στις Ρωσικές επιθυμίες για κάθοδο στο Αιγαίο, ενώ η «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταλλάχθηκε σε αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία. 

Κατανοούμε από τα παραπάνω πως η φλόγα για ελευθερία αρχικά και μετέπειτα για ένωση της Μακεδονίας με τη Μητέρα Πατρίδα κρατήθηκε άσβεστη από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης έως τελικά να ευοδωθούν οι προσπάθειες των κατοίκων της το 1912 έναν αιώνα αργότερα.

Τα ελληνικά Προξενεία στη Μακεδονία βοήθησαν στην ίδρυση μεγάλου αριθμού σχολείων στον αντίποδα της βουλγαρικής, αλλά και της σερβικής εκπαιδευτικής κίνησης. Κύρια μέριμνά τους ήταν η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής παιδείας, σε συνεργασία με το Πατριαρχείο και το σχολικό σύστημα του νεοιδρυθέντος ελληνικού κράτους.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο στη Μακεδονία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε κατά πρώτο λόγο η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και κατά δεύτερο λόγο της σερβικής και ρουμανικής εθνικής κίνησης. 

Παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούσαν στη Μακεδονία 1.041 εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία δίδασκαν 1.074 δάσκαλοι και φοιτούσαν 68.000 περίπου μαθητές. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό κέντρο με 32 εκπαιδευτικά ιδρύματα, 127 διδάσκοντες και 4.000 μαθητές. Ακολουθούσαν η Κοζάνη, η Καστοριά, η Καβάλα, η Βέροια και η Σιάτιστα που διέθεταν από 5 έως 9 σχολεία, 30 διδασκάλους και από 1.000 έως 1.500 μαθητές. Όλο αυτό το διάστημα η δραστηριοποίηση διαφόρων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών συλλόγων, η οργάνωση ομιλιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών και αναγνωστηρίων, αποτέλεσαν μοχλό της ανάπτυξης των ελληνικών εθνικών ιδεών.

*Η Σταυρούλα Μαυρογένη είναι Καθηγήτρια Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης ΙΜΜΑ

Η επανάσταση του 1821 για κάθε περιοχή της Ελλάδας αποτέλεσε έναν ξεχωριστό αγώνα για ανεξαρτησία. Στη Μακεδονία από το πρώτο επαναστατικό κίνημα του ‘21 έως την απελευθέρωσή της, οι κάτοικοί της διατήρησαν το ίδιο πάθος σε κάθε προσπάθειά τους και στάθηκαν πιστοί στο όραμα τους για ελευθερία.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν καμιά αλλαγή και διατάραξη στο χώρο των Βαλκανίων. Εξάλλου η Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας δεν ευνοούσε εξεγέρσεις που θα δημιουργούσαν προβλήματα τόσο στις ισχυρές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 

Ωστόσο το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο και η Μακεδονία δεν έμεινε έξω από το χορό των επαναστατικών κινημάτων που συγκλόνισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Αγώνα υπήρξε ο Εμμανουήλ Παπάς, γεννημένος από εύπορη οικογένεια στην Δοβίστα Σερρών. Στρατολογήθηκε από Κωνσταντίνο Παπαδάτο στη Φιλική Εταιρεία, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. 

Τον Μάρτιο του 1821, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, ο Εμμανουήλ Παππάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Μαρτίου 1821 μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, με πλοίο γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια του Θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη. Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, με τον Εμμανουήλ Παππά να κηρύσσεται "αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας". Σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, με επίκεντρο τον Πολύγυρο επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. 

Ωστόσο, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά επικράτησαν των επαναστατών, ενώ ενισχύσεις στους επαναστατημένους Μακεδόνες δεν έφτασαν ποτέ καθώς οι εξελίξεις στις υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές περιόρισαν τη δράση των Ελλήνων. Ο Παππάς εγκατέλειψε το αρχηγείο του και καθώς έπλεε στην Ύδρα πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοίο. 

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, στη Νάουσα ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, ύψωσε την επαναστατική σημαία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της λειτουργίας. Μαζί του οι οπλαρχηγοί Αγγελής Γάτσος, Λάζος Ραμαδάνης και Γιάννης Καρατάσιος προσπάθησαν να καταλάβουν τη Βέροια χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Τις επόμενες μέρες οι Οθωμανοί, έφθασαν από τη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Μεχμέτ Εμίν πασά, γνωστό και ως Εμπού Λουμπούτ με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης. Οι οπλαρχηγοί της επανάστασης, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τελικά την είσοδο των οθωμανικών δυνάμεων στη Νάουσα στις 13 Απριλίου 1822. Την εισβολή, ακολούθησαν σκληρές μάχες, δηώσεις και σφαγές και το τραγικό τέλος των Ζαφειράκη και Καρατάσιου. 

Τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία δεν σταματούν με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Το 1853 όταν το Ανατολικό Ζήτημα εισήλθε σε μια νέα φάση, τα συμφέροντα Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αλληλοσυγκρούστηκαν. Η διεθνής κατάσταση όμως, δημιούργησε νέες ελπίδες για ελευθερία στους Έλληνες της Μακεδονίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) βρήκε την Αγγλία και τη Γαλλία στο πλευρό του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄, εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄.

Στο βασίλειο της Ελλάδας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ωθούσε τόσο τον βασιλιά Όθωνα αλλά και τους ιδεολογικούς της υποστηρικτές να ξεκινήσουν έναν ένθερμο αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Βέβαια οι διπλωματικές της δεσμεύσεις δεν της επέτρεπαν να αναμειχθεί εμφανώς σε μια τέτοια εκστρατεία. 

Ωστόσο εθελοντικά σώματα και Μακεδόνες οπλαρχηγοί, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη νότια Ελλάδα μετά την αποτυχία της επανάστασης το 1821-22, επανάκαμψαν το 1854. Ο Τσάμης Καρατάσος υπασπιστής του Όθωνα, ανέλαβε την περιοχή της Χαλκιδικής και ο Θεόδωρος Ζιάκας της δυτικής Μακεδονίας, με κάποιες μικρές επιτυχίες του στη Πίνδο, καθώς και στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Γρεβενών. Μετά την πίεση της Αγγλίας στην ελληνική κυβέρνηση όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Όσο για τον Καρατάσο, μετά την απόβασή του στη Σιθωνία, έκανε κάποιες επιχειρήσεις στη Γαλάτιστα και την Ορμύλια, οι οποίες όμως δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα η γαλλική αντίδραση στην ελληνική κυβέρνηση, οδήγησε σε υπαναχώρησή του. 

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. 

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέους κινδύνους για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση, το Φεβρουάριο του 1878, έστειλε στο Λιτόχωρο τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, η μητέρα του οποίου καταγόταν από τη Νικήτη Χαλκιδικής. Την 16η Φεβρουαρίου 1878 εθελοντές από την Ελλάδα, υπό την ηγεσία του αποβιβάστηκαν στην Πλάκα Λιτοχώρου και ενώθηκαν με τους κατοίκους του Λιτοχώρου και μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση συγκρότησαν στις 18 Φεβρουαρίου την «Προσωρινή Κυβέρνηση της εν Μακεδονία επαρχίας της Ελιμείας», με πρόεδρο τον Ιωάννη Γκοβεντάρο, γραμματέα τον Αναστάσιο Πηχεώνα και στρατιωτικό διοικητή τον οπλαρχηγό τον Ιωσήφ Λιάτη. Οι Έλληνες επαναστάτες, αποφασισμένοι να μην αγνοηθούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, κλιμάκωσαν τον ανταρτοπόλεμο σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι. Ωστόσο ο χειμώνας του 1878, καθώς και η κακή οργάνωση, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. 

Μολονότι η επανάσταση δεν ήταν επιτυχής, η αντίδραση των Ελλήνων στα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας δεν πέρασε απαρατήρητη. Το καλοκαίρι του 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έβαλαν φρένο στις Ρωσικές επιθυμίες για κάθοδο στο Αιγαίο, ενώ η «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταλλάχθηκε σε αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία. 

Κατανοούμε από τα παραπάνω πως η φλόγα για ελευθερία αρχικά και μετέπειτα για ένωση της Μακεδονίας με τη Μητέρα Πατρίδα κρατήθηκε άσβεστη από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης έως τελικά να ευοδωθούν οι προσπάθειες των κατοίκων της το 1912 έναν αιώνα αργότερα.

Τα ελληνικά Προξενεία στη Μακεδονία βοήθησαν στην ίδρυση μεγάλου αριθμού σχολείων στον αντίποδα της βουλγαρικής, αλλά και της σερβικής εκπαιδευτικής κίνησης. Κύρια μέριμνά τους ήταν η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής παιδείας, σε συνεργασία με το Πατριαρχείο και το σχολικό σύστημα του νεοιδρυθέντος ελληνικού κράτους.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο στη Μακεδονία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε κατά πρώτο λόγο η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και κατά δεύτερο λόγο της σερβικής και ρουμανικής εθνικής κίνησης. 

Παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούσαν στη Μακεδονία 1.041 εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία δίδασκαν 1.074 δάσκαλοι και φοιτούσαν 68.000 περίπου μαθητές. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό κέντρο με 32 εκπαιδευτικά ιδρύματα, 127 διδάσκοντες και 4.000 μαθητές. Ακολουθούσαν η Κοζάνη, η Καστοριά, η Καβάλα, η Βέροια και η Σιάτιστα που διέθεταν από 5 έως 9 σχολεία, 30 διδασκάλους και από 1.000 έως 1.500 μαθητές. Όλο αυτό το διάστημα η δραστηριοποίηση διαφόρων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών συλλόγων, η οργάνωση ομιλιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών και αναγνωστηρίων, αποτέλεσαν μοχλό της ανάπτυξης των ελληνικών εθνικών ιδεών.

*Η Σταυρούλα Μαυρογένη είναι Καθηγήτρια Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης ΙΜΜΑ

25.03.2025 | 08:0025.03.2025 | 08:00

Η Επανάσταση στην Μακεδονία

Η επανάσταση του 1821 για κάθε περιοχή της Ελλάδας αποτέλεσε έναν ξεχωριστό αγώνα για ανεξαρτησία. Στη Μακεδονία από το πρώτο επαναστατικό κίνημα του ‘21 έως την απελευθέρωσή της, οι κάτοικοί της διατήρησαν το ίδιο πάθος σε κάθε προσπάθειά τους και στάθηκαν πιστοί στο όραμα τους για ελευθερία.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν καμιά αλλαγή και διατάραξη στο χώρο των Βαλκανίων. Εξάλλου η Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας δεν ευνοούσε εξεγέρσεις που θα δημιουργούσαν προβλήματα τόσο στις ισχυρές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 

Ωστόσο το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο και η Μακεδονία δεν έμεινε έξω από το χορό των επαναστατικών κινημάτων που συγκλόνισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Αγώνα υπήρξε ο Εμμανουήλ Παπάς, γεννημένος από εύπορη οικογένεια στην Δοβίστα Σερρών. Στρατολογήθηκε από Κωνσταντίνο Παπαδάτο στη Φιλική Εταιρεία, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. 

Τον Μάρτιο του 1821, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, ο Εμμανουήλ Παππάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Μαρτίου 1821 μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, με πλοίο γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια του Θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη. Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, με τον Εμμανουήλ Παππά να κηρύσσεται "αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας". Σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, με επίκεντρο τον Πολύγυρο επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. 

Ωστόσο, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά επικράτησαν των επαναστατών, ενώ ενισχύσεις στους επαναστατημένους Μακεδόνες δεν έφτασαν ποτέ καθώς οι εξελίξεις στις υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές περιόρισαν τη δράση των Ελλήνων. Ο Παππάς εγκατέλειψε το αρχηγείο του και καθώς έπλεε στην Ύδρα πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοίο. 

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, στη Νάουσα ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, ύψωσε την επαναστατική σημαία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της λειτουργίας. Μαζί του οι οπλαρχηγοί Αγγελής Γάτσος, Λάζος Ραμαδάνης και Γιάννης Καρατάσιος προσπάθησαν να καταλάβουν τη Βέροια χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Τις επόμενες μέρες οι Οθωμανοί, έφθασαν από τη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Μεχμέτ Εμίν πασά, γνωστό και ως Εμπού Λουμπούτ με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης. Οι οπλαρχηγοί της επανάστασης, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τελικά την είσοδο των οθωμανικών δυνάμεων στη Νάουσα στις 13 Απριλίου 1822. Την εισβολή, ακολούθησαν σκληρές μάχες, δηώσεις και σφαγές και το τραγικό τέλος των Ζαφειράκη και Καρατάσιου. 

Τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία δεν σταματούν με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Το 1853 όταν το Ανατολικό Ζήτημα εισήλθε σε μια νέα φάση, τα συμφέροντα Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αλληλοσυγκρούστηκαν. Η διεθνής κατάσταση όμως, δημιούργησε νέες ελπίδες για ελευθερία στους Έλληνες της Μακεδονίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) βρήκε την Αγγλία και τη Γαλλία στο πλευρό του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄, εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄.

Στο βασίλειο της Ελλάδας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ωθούσε τόσο τον βασιλιά Όθωνα αλλά και τους ιδεολογικούς της υποστηρικτές να ξεκινήσουν έναν ένθερμο αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Βέβαια οι διπλωματικές της δεσμεύσεις δεν της επέτρεπαν να αναμειχθεί εμφανώς σε μια τέτοια εκστρατεία. 

Ωστόσο εθελοντικά σώματα και Μακεδόνες οπλαρχηγοί, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη νότια Ελλάδα μετά την αποτυχία της επανάστασης το 1821-22, επανάκαμψαν το 1854. Ο Τσάμης Καρατάσος υπασπιστής του Όθωνα, ανέλαβε την περιοχή της Χαλκιδικής και ο Θεόδωρος Ζιάκας της δυτικής Μακεδονίας, με κάποιες μικρές επιτυχίες του στη Πίνδο, καθώς και στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Γρεβενών. Μετά την πίεση της Αγγλίας στην ελληνική κυβέρνηση όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Όσο για τον Καρατάσο, μετά την απόβασή του στη Σιθωνία, έκανε κάποιες επιχειρήσεις στη Γαλάτιστα και την Ορμύλια, οι οποίες όμως δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα η γαλλική αντίδραση στην ελληνική κυβέρνηση, οδήγησε σε υπαναχώρησή του. 

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. 

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέους κινδύνους για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση, το Φεβρουάριο του 1878, έστειλε στο Λιτόχωρο τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, η μητέρα του οποίου καταγόταν από τη Νικήτη Χαλκιδικής. Την 16η Φεβρουαρίου 1878 εθελοντές από την Ελλάδα, υπό την ηγεσία του αποβιβάστηκαν στην Πλάκα Λιτοχώρου και ενώθηκαν με τους κατοίκους του Λιτοχώρου και μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση συγκρότησαν στις 18 Φεβρουαρίου την «Προσωρινή Κυβέρνηση της εν Μακεδονία επαρχίας της Ελιμείας», με πρόεδρο τον Ιωάννη Γκοβεντάρο, γραμματέα τον Αναστάσιο Πηχεώνα και στρατιωτικό διοικητή τον οπλαρχηγό τον Ιωσήφ Λιάτη. Οι Έλληνες επαναστάτες, αποφασισμένοι να μην αγνοηθούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, κλιμάκωσαν τον ανταρτοπόλεμο σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι. Ωστόσο ο χειμώνας του 1878, καθώς και η κακή οργάνωση, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. 

Μολονότι η επανάσταση δεν ήταν επιτυχής, η αντίδραση των Ελλήνων στα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας δεν πέρασε απαρατήρητη. Το καλοκαίρι του 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έβαλαν φρένο στις Ρωσικές επιθυμίες για κάθοδο στο Αιγαίο, ενώ η «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταλλάχθηκε σε αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία. 

Κατανοούμε από τα παραπάνω πως η φλόγα για ελευθερία αρχικά και μετέπειτα για ένωση της Μακεδονίας με τη Μητέρα Πατρίδα κρατήθηκε άσβεστη από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης έως τελικά να ευοδωθούν οι προσπάθειες των κατοίκων της το 1912 έναν αιώνα αργότερα.

Τα ελληνικά Προξενεία στη Μακεδονία βοήθησαν στην ίδρυση μεγάλου αριθμού σχολείων στον αντίποδα της βουλγαρικής, αλλά και της σερβικής εκπαιδευτικής κίνησης. Κύρια μέριμνά τους ήταν η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής παιδείας, σε συνεργασία με το Πατριαρχείο και το σχολικό σύστημα του νεοιδρυθέντος ελληνικού κράτους.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο στη Μακεδονία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε κατά πρώτο λόγο η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και κατά δεύτερο λόγο της σερβικής και ρουμανικής εθνικής κίνησης. 

Παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούσαν στη Μακεδονία 1.041 εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία δίδασκαν 1.074 δάσκαλοι και φοιτούσαν 68.000 περίπου μαθητές. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό κέντρο με 32 εκπαιδευτικά ιδρύματα, 127 διδάσκοντες και 4.000 μαθητές. Ακολουθούσαν η Κοζάνη, η Καστοριά, η Καβάλα, η Βέροια και η Σιάτιστα που διέθεταν από 5 έως 9 σχολεία, 30 διδασκάλους και από 1.000 έως 1.500 μαθητές. Όλο αυτό το διάστημα η δραστηριοποίηση διαφόρων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών συλλόγων, η οργάνωση ομιλιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών και αναγνωστηρίων, αποτέλεσαν μοχλό της ανάπτυξης των ελληνικών εθνικών ιδεών.

*Η Σταυρούλα Μαυρογένη είναι Καθηγήτρια Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης ΙΜΜΑ

Η επανάσταση του 1821 για κάθε περιοχή της Ελλάδας αποτέλεσε έναν ξεχωριστό αγώνα για ανεξαρτησία. Στη Μακεδονία από το πρώτο επαναστατικό κίνημα του ‘21 έως την απελευθέρωσή της, οι κάτοικοί της διατήρησαν το ίδιο πάθος σε κάθε προσπάθειά τους και στάθηκαν πιστοί στο όραμα τους για ελευθερία.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν καμιά αλλαγή και διατάραξη στο χώρο των Βαλκανίων. Εξάλλου η Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας δεν ευνοούσε εξεγέρσεις που θα δημιουργούσαν προβλήματα τόσο στις ισχυρές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 

Ωστόσο το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο και η Μακεδονία δεν έμεινε έξω από το χορό των επαναστατικών κινημάτων που συγκλόνισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Αγώνα υπήρξε ο Εμμανουήλ Παπάς, γεννημένος από εύπορη οικογένεια στην Δοβίστα Σερρών. Στρατολογήθηκε από Κωνσταντίνο Παπαδάτο στη Φιλική Εταιρεία, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. 

Τον Μάρτιο του 1821, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, ο Εμμανουήλ Παππάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Μαρτίου 1821 μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, με πλοίο γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια του Θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη. Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, με τον Εμμανουήλ Παππά να κηρύσσεται "αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας". Σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, με επίκεντρο τον Πολύγυρο επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. 

Ωστόσο, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά επικράτησαν των επαναστατών, ενώ ενισχύσεις στους επαναστατημένους Μακεδόνες δεν έφτασαν ποτέ καθώς οι εξελίξεις στις υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές περιόρισαν τη δράση των Ελλήνων. Ο Παππάς εγκατέλειψε το αρχηγείο του και καθώς έπλεε στην Ύδρα πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοίο. 

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, στη Νάουσα ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, ύψωσε την επαναστατική σημαία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της λειτουργίας. Μαζί του οι οπλαρχηγοί Αγγελής Γάτσος, Λάζος Ραμαδάνης και Γιάννης Καρατάσιος προσπάθησαν να καταλάβουν τη Βέροια χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Τις επόμενες μέρες οι Οθωμανοί, έφθασαν από τη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Μεχμέτ Εμίν πασά, γνωστό και ως Εμπού Λουμπούτ με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης. Οι οπλαρχηγοί της επανάστασης, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τελικά την είσοδο των οθωμανικών δυνάμεων στη Νάουσα στις 13 Απριλίου 1822. Την εισβολή, ακολούθησαν σκληρές μάχες, δηώσεις και σφαγές και το τραγικό τέλος των Ζαφειράκη και Καρατάσιου. 

Τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία δεν σταματούν με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Το 1853 όταν το Ανατολικό Ζήτημα εισήλθε σε μια νέα φάση, τα συμφέροντα Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αλληλοσυγκρούστηκαν. Η διεθνής κατάσταση όμως, δημιούργησε νέες ελπίδες για ελευθερία στους Έλληνες της Μακεδονίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) βρήκε την Αγγλία και τη Γαλλία στο πλευρό του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄, εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄.

Στο βασίλειο της Ελλάδας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ωθούσε τόσο τον βασιλιά Όθωνα αλλά και τους ιδεολογικούς της υποστηρικτές να ξεκινήσουν έναν ένθερμο αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Βέβαια οι διπλωματικές της δεσμεύσεις δεν της επέτρεπαν να αναμειχθεί εμφανώς σε μια τέτοια εκστρατεία. 

Ωστόσο εθελοντικά σώματα και Μακεδόνες οπλαρχηγοί, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη νότια Ελλάδα μετά την αποτυχία της επανάστασης το 1821-22, επανάκαμψαν το 1854. Ο Τσάμης Καρατάσος υπασπιστής του Όθωνα, ανέλαβε την περιοχή της Χαλκιδικής και ο Θεόδωρος Ζιάκας της δυτικής Μακεδονίας, με κάποιες μικρές επιτυχίες του στη Πίνδο, καθώς και στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Γρεβενών. Μετά την πίεση της Αγγλίας στην ελληνική κυβέρνηση όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Όσο για τον Καρατάσο, μετά την απόβασή του στη Σιθωνία, έκανε κάποιες επιχειρήσεις στη Γαλάτιστα και την Ορμύλια, οι οποίες όμως δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα η γαλλική αντίδραση στην ελληνική κυβέρνηση, οδήγησε σε υπαναχώρησή του. 

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 υπήρξε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και έληξε με ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νικήτρια Ρωσία επέβαλε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. 

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέους κινδύνους για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση, το Φεβρουάριο του 1878, έστειλε στο Λιτόχωρο τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, η μητέρα του οποίου καταγόταν από τη Νικήτη Χαλκιδικής. Την 16η Φεβρουαρίου 1878 εθελοντές από την Ελλάδα, υπό την ηγεσία του αποβιβάστηκαν στην Πλάκα Λιτοχώρου και ενώθηκαν με τους κατοίκους του Λιτοχώρου και μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση συγκρότησαν στις 18 Φεβρουαρίου την «Προσωρινή Κυβέρνηση της εν Μακεδονία επαρχίας της Ελιμείας», με πρόεδρο τον Ιωάννη Γκοβεντάρο, γραμματέα τον Αναστάσιο Πηχεώνα και στρατιωτικό διοικητή τον οπλαρχηγό τον Ιωσήφ Λιάτη. Οι Έλληνες επαναστάτες, αποφασισμένοι να μην αγνοηθούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, κλιμάκωσαν τον ανταρτοπόλεμο σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι. Ωστόσο ο χειμώνας του 1878, καθώς και η κακή οργάνωση, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. 

Μολονότι η επανάσταση δεν ήταν επιτυχής, η αντίδραση των Ελλήνων στα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας δεν πέρασε απαρατήρητη. Το καλοκαίρι του 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έβαλαν φρένο στις Ρωσικές επιθυμίες για κάθοδο στο Αιγαίο, ενώ η «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταλλάχθηκε σε αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία. 

Κατανοούμε από τα παραπάνω πως η φλόγα για ελευθερία αρχικά και μετέπειτα για ένωση της Μακεδονίας με τη Μητέρα Πατρίδα κρατήθηκε άσβεστη από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης έως τελικά να ευοδωθούν οι προσπάθειες των κατοίκων της το 1912 έναν αιώνα αργότερα.

Τα ελληνικά Προξενεία στη Μακεδονία βοήθησαν στην ίδρυση μεγάλου αριθμού σχολείων στον αντίποδα της βουλγαρικής, αλλά και της σερβικής εκπαιδευτικής κίνησης. Κύρια μέριμνά τους ήταν η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής παιδείας, σε συνεργασία με το Πατριαρχείο και το σχολικό σύστημα του νεοιδρυθέντος ελληνικού κράτους.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο στη Μακεδονία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε κατά πρώτο λόγο η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και κατά δεύτερο λόγο της σερβικής και ρουμανικής εθνικής κίνησης. 

Παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούσαν στη Μακεδονία 1.041 εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία δίδασκαν 1.074 δάσκαλοι και φοιτούσαν 68.000 περίπου μαθητές. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό κέντρο με 32 εκπαιδευτικά ιδρύματα, 127 διδάσκοντες και 4.000 μαθητές. Ακολουθούσαν η Κοζάνη, η Καστοριά, η Καβάλα, η Βέροια και η Σιάτιστα που διέθεταν από 5 έως 9 σχολεία, 30 διδασκάλους και από 1.000 έως 1.500 μαθητές. Όλο αυτό το διάστημα η δραστηριοποίηση διαφόρων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών συλλόγων, η οργάνωση ομιλιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών και αναγνωστηρίων, αποτέλεσαν μοχλό της ανάπτυξης των ελληνικών εθνικών ιδεών.

*Η Σταυρούλα Μαυρογένη είναι Καθηγήτρια Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης ΙΜΜΑ