Η Ελένη Γεώργαρου, δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Αγίου Στυλιανού και επικεφαλής του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την Εξωϊδρυματική Φροντίδα, περιγράφει με σαφήνεια το κενό μεταξύ νομοθεσίας και πραγματικότητας, ένα κενό που συχνά αφήνει τα παιδιά εκτεθειμένα ή «παγωμένα» ανάμεσα σε ιδρύματα και αβέβαιες διαδικασίες.
Από τη θεωρία στην πράξη
Η αναδοχή, όπως εξηγεί η κα Γεώργαρου, θεσπίστηκε για να καλύπτει προσωρινές και πρόσκαιρες ανάγκες. Ένα παιδί μπορεί να απομακρυνθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων των γονέων του (υγείας, οικονομικών, εξάρτησης ή ακόμα και φυλάκισης). Η ιδέα είναι πως όταν το πρόβλημα αποκατασταθεί, το παιδί επιστρέφει. Όμως στην Ελλάδα, αυτή η επιστροφή «συμβαίνει σπάνια».
«Εννέα στα δέκα παιδιά που απομακρύνονται δεν επιστρέφουν ποτέ, γιατί τα προβλήματα είναι τόσο σοβαρά που δεν επιδέχονται επανόρθωσης στη βιολογική τους οικογένεια. Ένας ακόμη λόγος είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινωνικές υπηρεσίες που θα φροντίσουν να ασχοληθούν με το πρόβλημα της οικογένειας και όχι μόνο του παιδιού», λέει χαρακτηριστικά.
«Οι κοινωνικές υπηρεσίες παρεμβαίνουν μόνο με την εντολή του εισαγγελέα ανηλίκων. Δεν έχει δικαίωμα μια κοινωνική υπηρεσία να κάνει έρευνα σε ένα σπίτι αν δεν το διατάξει ο εισαγγελέας. Εάν διαπιστωθεί, μετά την εισαγγελική παραγγελία, ότι ένα παιδί είναι θύμα κακοποίησης, εγκαταλελειμμένο κλπ., η πολιτεία προτιμά -θεωρητικά τουλάχιστον- να μείνει σε ανάδοχη οικογένεια», εξηγεί η ίδια.
Στην πράξη, όταν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα, το παιδί απομακρύνεται από τη βιολογική οικογένεια, μεταφέρεται πρώτα στο νοσοκομείο για εξετάσεις και ακολούθως τοποθετείται σε ίδρυμα. Εκεί, αρχίζει η αναζήτηση ανάδοχης οικογένειας.
Ανάδοχη, υιοθεσία ή και τα δύο;
«Μπορεί κάποιος να κάνει αίτηση και για το μητρώο των αναδοχών και για το μητρώο των υιοθεσιών», εξηγεί η κα Γεώργαρου.
Η αναδοχή χωρίζεται σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη, χωρίς αυτό να είναι πάντα σαφές από την αρχή. Συχνά, η σχέση εξελίσσεται σε σταθερό δεσμό και καταλήγει σε υιοθεσία.
Όπως σημειώνει, «νομοθετικά η αναδοχή υπάρχει πολλά χρόνια, από το 1992. Για κάποιον άγνωστο λόγο δεν εφαρμοζόταν για πολλά χρόνια, μέχρι που φτάσαμε στο 2018 που ψηφίστηκε ο νόμος 4538. Πριν είχαμε έναν συγκεκριμένο νόμο και ένα συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα που έδινε πάλι την δυνατότητα ανάδοχης, ωστόσο δεν αξιοποιούνταν ως εργαλείο παιδικής προστασίας. Πλέον ο κόσμος έχει καταλάβει ότι οι υιοθεσίες είναι δύσκολες, γιατί όταν ένα παιδί απομακρύνεται από την οικογένειά του δεν είναι ακόμα έτοιμο να ενταχθεί σε μια άλλη. Ακόμη οι κοινωνικές υπηρεσίες αναζητούν εναλλακτικές. Δηλαδή, τους βιολογικούς γονείς, τους συγγενείς κλπ».
Βασική αιτία καθυστέρησης των διαδικασιών υιοθεσίας αποτελεί το νομικό κομμάτι που αφορά τη διάγνωση της κακοποίησης ή της παραμέλησης και την αφαίρεση της επιμέλειας από τους φυσικούς γονείς.
«Αυτές οι δίκες μπορεί να διαρκέσουν 2 και 3 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα οι υιοθεσίες δεν προωθούνται γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο το δικαστήριο να κρίνει ότι η μητέρα είναι κατάλληλη», προσθέτει και επισημαίνει την ανάγκη εφαρμογής της αναδοχής.
Μεταξύ… φθοράς και αφθαρσίας – Τι γίνεται με τα μεγαλύτερα παιδιά
Όπως επισημαίνει, σε κάποιες περιπτώσεις τα ιδρύματα «κρατούν» επί χρόνια παιδιά σε μία κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει η δυνατότητα για υιοθεσία, αλλά ούτε για επιστροφή στη βιολογική οικογένεια.
«Επομένως, και οι υποψήφιοι θετοί γονείς ξεκινούν με την αναδοχή του παιδιού, κάτι το οποίο είναι σωστό, ειδικά όταν πρόκειται να υιοθετηθεί ένα μεγαλύτερο παιδάκι. Οι περισσότεροι θέλουν μικρά παιδιά, βρέφη και νήπια, αλλά αυτά είναι πολύ λίγα. Αυτό είναι πολύ άδικο για τα μεγαλύτερα. Υπάρχουν παιδιά 4,6,7,8 χρονών, αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτά, δυστυχώς, έχουν προλάβει να πληγωθούν και θέλουν κάποιο χρόνο προσαρμογής. Όμως όλα γίνονται. Ο κόσμος φοβάται. Κακώς για μένα, δεν θα έπρεπε. Δεν έχουν την σωστή υποστήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες, γιατί είναι υποστελεχωμένες. Κάποιοι κοινωνικοί λειτουργοί δεν είναι έμπειροι σε αυτό το αντικείμενο», εξηγεί.
Το αόρατο πρόβλημα της παραμέλησης
Αν και η κακοποίηση σοκάρει, η παραμέληση παραμένει το πιο συχνό και ύπουλο φαινόμενο. Ένα παιδί μπορεί να μην τρέφεται σωστά, να μην έχει ρούχα, να αρρωσταίνει συχνά. Κι όμως, η παρέμβαση των υπηρεσιών εξαρτάται από καταγγελίες και την εισαγγελική κινητοποίηση.
«Η παραμέληση είναι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Δυστυχώς, ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε τα αρμόδια υπουργεία δεν το έχουν συνδέσει με τη νεανική παραβατικότητα. Στην πραγματικότητα όλα τα μέτρα που λαμβάνονται αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα και όχι την αιτία. Εκείνο που θα έπρεπε κανείς να αναρωτηθεί είναι ποιοι είναι οι λόγοι που ένα παιδί οδηγείται στην παραβατικότητα και ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε για να φτάσει να γίνει ληστής, δολοφόνος κλπ. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε το πρόβλημα και όχι στην εκδήλωση της συμπεριφοράς ενός παιδιού. Τι σημαίνει πρακτικά και πού μας οδηγεί; Ότι ένα παιδί μέσα από την οικογένειά του βιώνει την απόλυτη παραμέληση, αδιαφορία, απουσία ή γνωρίζει λάθος πρότυπα -ακόμα κι αν ο γονέας είναι μπροστά στην τηλεόραση και παθιάζεται και βρίζει- τι μήνυμα θα πάρει το παιδί αυτό; Εάν ένα παιδί δεν το δει κανείς από πολύ μικρή ηλικία μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο δεν μπορεί να προλάβει και τίποτα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η σκληρή αλήθεια για τα παιδιά με αναπηρία
Ελάχιστοι επιλέγουν να γίνουν ανάδοχοι ή θετοί γονείς για παιδιά με αναπηρίες. Οι περισσότερες τέτοιες υιοθεσίες και αναδοχές πραγματοποιούνται μόνο όταν έχει προηγηθεί προσωπική γνωριμία και έχει αναπτυχθεί δεσμός.
Όπως τονίζει η κα Γεώργαρου, η επίσημη πλατφόρμα του Υπουργείου δεν βοηθά σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς μόλις οι υποψήφιοι γονείς ενημερωθούν πως πρόκειται για παιδί με αναπηρία, σχεδόν πάντα απορρίπτουν τη σύνδεση.
«Παλιά, όταν τα ιδρύματα έβγαζαν αγγελίες στον Τύπο, υπήρχε ανταπόκριση. Γιατί έβλεπαν το παιδί, το γνώριζαν. Τώρα, το σύστημα είναι απρόσωπο και η σύνδεση δεν δημιουργείται», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Όπως επισημαίνει η ίδια, ακόμα και η επαγγελματική αναδοχή -που προσφέρει μισθό και επιδόματα που «αγγίζουν» τις 3.000 ευρώ μηνιαίως- γεννά ερωτήματα για τα κίνητρα συμμετοχής.
Χωρίς ανάδοχους στη Θεσσαλονίκη
Το πιο σοκαριστικό ίσως στοιχείο είναι ότι, πρόσφατα, στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε ούτε ένας εγγεγραμμένος υποψήφιος ανάδοχος. Την ίδια στιγμή, ο Άγιος Στυλιανός φιλοξενούσε βρέφη που δεν μπορούσαν να βρουν οικογένεια.
Σύμφωνα με την κα Γεώργαρου, ο φόβος ότι το παιδί μπορεί να επιστρέψει στη βιολογική του οικογένεια λειτουργεί αποτρεπτικά, ιδιαίτερα για όσους μπαίνουν στη διαδικασία με την ελπίδα να υιοθετήσουν.
«Εμείς τους εξηγούμε ότι σχεδόν ποτέ δεν επιστρέφει το παιδί. Ότι αν το παιδί δεν μπορεί να γυρίσει, θα υιοθετηθεί από την ανάδοχη οικογένεια. Αλλά λείπει η κατάλληλη ενημέρωση, η στήριξη, ο διάλογος», λέει η ίδια.
Μια χαραμάδα ελπίδας
Παρά τα εμπόδια, υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να δώσουν σε ένα παιδί μια νέα αρχή. Προσφέροντας χρόνο, φροντίδα, σταθερότητα. Και, κυρίως, ελπίδα.
Το μήνυμα της κας Γεώργαρου είναι ξεκάθαρο: «Οι άνθρωποι πρέπει να νιώσουν ότι μπορούν να είναι πολύτιμοι στη ζωή ενός παιδιού. Να του προσφέρουν αγάπη και να πάρουν αγάπη».
