Σε κρίση η ελληνική αχλαδοκαλλιέργεια - Υψηλό κόστος, χαμηλές αποδόσεις και το στοίχημα της αναδιάρθρωσης

Εισαγωγή
Η καλλιέργεια της αχλαδιάς στην Ελλάδα άλλοτε έδινε ζωή σε παραδοσιακές γεωργικές περιοχές, με ποικιλίες που χαρακτήριζαν τη γευστική ταυτότητα κάθε τόπου. Σήμερα, όμως, η εικόνα είναι απογοητευτική. Η παραγωγή έχει συρρικνωθεί, οι καταναλωτικές προτιμήσεις έχουν αλλάξει, το κόστος καλλιέργειας παραμένει υψηλό και οι τιμές παραγωγού δεν καλύπτουν καν τα έξοδα.
Χωρίς Διαφημίσεις
0
Συγγραφέας - Εμφάνιση στην Αρχική
1
Body

Ωστόσο, μέσα από την κρίση αναδεικνύονται και ευκαιρίες: νέες ποικιλίες, τεχνογνωσία, πιστοποιήσεις, καινοτομία και – πάνω απ’ όλα – η ανάγκη αλλαγής αντίληψης.

Ο καθρέφτης της ελληνικής παραγωγής

Όπως επισήμανε ο καθηγητής Δενδροκομίας του Τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γιώργος Νάνος, η καλλιέργεια της αχλαδιάς έχει περιοριστεί σε λίγες περιοχές. Από τις παραδοσιακές αχλαδοπαραγωγικές ζώνες απέμειναν μόνο ο Τύρναβος, κάποια διάσπαρτα σημεία στην Κεντρική Μακεδονία και μικρές εκτάσεις στη Λακωνία. Η κύρια ποικιλία που κυριαρχεί είναι το «Κρυστάλλι» (γνωστό και ως Τσακώνικο), με περίπου 15.000 στρέμματα στην περιοχή του Τυρνάβου, η οποία πλέον φιλοξενεί τα 22.000 από τα συνολικά 32.000 στρέμματα αχλαδοκαλλιέργειας στη χώρα.

Ωστόσο, το Κρυστάλλι δείχνει να έχει φτάσει στα όριά του. Αν και συντηρείται με τεχνολογίες όπως το Smart Fresh, χαρακτηρίζεται «άνοστο», σκληρό και με περιορισμένο καταναλωτικό ενδιαφέρον. Ούτε η παραγωγή του εξασφαλίζει οικονομικό κέρδος: με κόστος καλλιέργειας 1.000-1.200 ευρώ/στρέμμα και τιμές παραγωγού μεταξύ 0,40-0,60 ευρώ/κιλό, πολλοί παραγωγοί βρίσκονται στα πρόθυρα εγκατάλειψης.

Χαμηλή ζήτηση, κακές επιλογές, υψηλό κόστος

Η καλλιέργεια του αχλαδιού είναι απαιτητική, σύμφωνα με τον κ. Νάνο. Απαιτεί εμπειρία, εξειδίκευση και – όπως λένε οι γνώστες – ακόμα και «τρέλα». Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η δυσκολία παραγωγής, αλλά κυρίως η απουσία στρατηγικής: από τον τρόπο διαμόρφωσης των δέντρων (παλμέτα στον Τύρναβο, μέθοδος ξεπερασμένη και βίαιη) μέχρι την έλλειψη καθοδήγησης για τη σωστή άρδευση, οι καλλιεργητικές πρακτικές είναι συχνά αναχρονιστικές.

Ο γεωπόνος και διευθυντής πωλήσεων της VITRO Hellas Άρης Κωνσταντινίδης είναι σαφής: η αλλαγή έρχεται μόνο με την υιοθέτηση νέων, διεθνώς ανταγωνιστικών ποικιλιών, πιο κοντά στις σύγχρονες διατροφικές συνήθειες. Οι νέοι καταναλωτές ζητούν τραγανά, αρωματικά, γλυκά φρούτα, κατάλληλα για σνακ, όχι ένα άγευστο φρούτο που θυμίζει... φρουτόκρεμα.

Το παρόν: προβλήματα φυτοπροστασίας και κλιματική αβεβαιότητα

Η ψύλλα και το βακτηριακό κάψιμο είναι οι δύο κυριότερες απειλές για την αχλαδιά. Η παραγωγή επηρεάζεται αρκετά συχνά από την κλιματική αλλαγή – αν και, όπως τονίζει ο καθηγητής Νάνος, είναι διαχειρίσιμη. Η αχλαδιά αγαπά τη ζέστη, αλλά απαιτεί και εξειδικευμένη προσέγγιση. Την ίδια ώρα, οι εισαγωγές αυξάνονται και εντείνουν τον ανταγωνισμό, αφού τα ελληνικά αχλάδια δεν επαρκούν για την κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης, ειδικά το χειμώνα. Παρ’ όλα αυτά, οι παραγωγοί ασχολούνται περισσότερο με τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων – εξαιτίας των ελέγχων – παρά με τη συνολική βελτίωση της ποιότητας και της γεύσης.

Το μέλλον: διαφοροποίηση, ποιότητα και καινοτομία

Υπάρχει βέβαια φως στον ορίζοντα, σύμφωνα με τους ειδικούς του κλάδου. Ο χαρακτηρισμός του Κρυσταλλιού ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), αίτημα που έχει ήδη κατατεθεί από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, μπορεί να δώσει υπεραξία και προώθηση στο εξωτερικό. Ο πρόεδρος της Οργάνωσης Παραγωγών του Συνεταιρισμού Τυρνάβου, Χρήστος Τασιούλας δήλωσε ότι ο ΠΟΠ χαρακτήρας πρέπει να συνοδευτεί από καλύτερες πρακτικές και χαμηλότερο κόστος.

Η διαφοροποίηση της παραγωγής είναι επίσης κρίσιμη. Η κυρίαρχη ποικιλία στην Ευρώπη, η Conference, με χαρακτηριστική σκουριά, έχει δείξει ότι μπορεί να αγαπηθεί από τους καταναλωτές, εφόσον ξεπεραστεί η αισθητική προκατάληψη. Άλλες ποικιλίες, όπως τα Santa Maria, Κοντούλες, Coscia, αλλά και τα μεταποιήσιμα Williams και Highland, προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, η καλλιέργειά τους είναι περιορισμένη και συχνά μη βιώσιμη οικονομικά.

Ανερχόμενες ποικιλίες όπως η Sissy, αλλά και οι νέες ιταλικές ποικιλίες από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια – Early Giulia, Lucy Sweet, Lucy Red, Debbie Green – προσφέρουν φρούτα υψηλής ποιότητας, με ελκυστική εμφάνιση και βελτιωμένα γευστικά χαρακτηριστικά. Η Abate Fetel, ήδη αγαπημένη από τους καταναλωτές, μπορεί να αναδειχθεί σε βασικό εργαλείο για την αύξηση της κατανάλωσης, εφόσον οι παραγωγοί επενδύσουν στη σωστή φροντίδα και τεχνική διαχείριση.

Πεδίο δόξης λαμπρό – αλλά και δυσκολίες

Η Ελλάδα έχει ιδανικό κλίμα για την καλλιέργεια αχλαδιού, ωστόσο οι νέες φυτεύσεις είναι ελάχιστες. Οι παραγωγοί εμφανίζονται διστακτικοί να στραφούν σε νέες ποικιλίες, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους εγκατάστασης και της αβεβαιότητας στις τιμές. Όμως, με το κατάλληλο υπόβαθρο γνώσης και στήριξης, η χώρα θα μπορούσε όχι μόνο να καλύψει τις δικές της ανάγκες αλλά και να εξάγει αχλάδια υψηλής ποιότητας.

Όπως λένε οι ειδικοί, τα αχλάδια μπορεί να είναι παραδοσιακά συνδεδεμένα με την τρίτη ηλικία και τα παιδιά, αλλά έχουν όλα τα φόντα για να ενταχθούν στα σύγχρονα πρότυπα κατανάλωσης ως υγιεινά σνακ, ως συστατικό σε γαστρονομικές δημιουργίες και ως φρούτα με υψηλή θρεπτική αξία. Με όχημα τη γεύση, το χρώμα και την ποιότητα, η αχλαδοκαλλιέργεια μπορεί να βρει ξανά τη θέση της στον ελληνικό αγροτικό χάρτη.

Το ζητούμενο είναι ξεκάθαρο: λιγότερη επιμονή στο παρελθόν, περισσότερη καινοτομία, ενημέρωση και στρατηγική καθώς τα ελληνικά αχλάδια αξίζουν καλύτερη μοίρα.

Συγγραφέας
Πηγή Φωτογραφίας
Shutterstock
Κεντρική Φωτογραφία
Κατηγορία
Υπέρτιτλος να είναι στον τίτλο
0