Σε συνάντηση των υπ. Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια την περασμένη Πέμπτη, ο Βάντεφουλ δήλωσε επίσης ότι η Γερμανία θα υποστηρίξει την πρόταση του ΝΑΤΟ να διατεθεί το 3,5% για κλασικούς στρατιωτικούς σκοπούς και ακόμα 1,5% για υποδομές που σχετίζονται με την άμυνα.
Ενδέχεται μάλιστα να γίνει ξεκάθαρο το τοπίο σχετικά με τα ποσά που σκοπεύουν να επενδύσουν όλα τα μέλη της συμμαχίας ασφαλείας σε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Ιουνίου στη Χάγη.
Οι δηλώσεις του Βάντεφουλ έγιναν μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς ότι θέλει να μετατρέψει την Μπούντεσβερ στον «ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη».
Η Γερμανία σχεδιάζει ιστορική στροφή στην ασφάλεια
Αν η Γερμανία προχωρήσει πράγματι και αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, θα πρόκειται για μια ιστορική στροφή στην πολιτική ασφαλείας: Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, βασίστηκε κυρίως στη διεθνή συνεργασία, τη διπλωματία και μια κουλτούρα στρατηγικής στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης. Όμως, η ομιλία του πρώην καγκελάριου Όλαφ Σολτς στις 27 Φεβρουαρίου 2022, τρεις ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σηματοδότησε ένα σημείο καμπής – το οποίο μάλιστα και ο ίδιος χαρακτήρισε τότε έτσι, χρησιμοποιώντας τον όρο Zeitwende, δηλαδή «αλλαγή εποχής».
Στη συνέχεια, η γερμανική κυβέρνηση δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο ύψους 100 δις ευρώ για την Μπούντεσβερ. Το 2024, οι τακτικές αμυντικές δαπάνες ανήλθαν σε περίπου 90 δις ευρώ, περίπου το 2,1% του ΑΕΠ. Η αύξηση στο 5% θα απαιτήσει στο μέλλον αμυντικό προϋπολογισμό άνω των 160 δις ευρώ ετησίως. Αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες που δεν έχουν ακόμη υπολογιστεί πλήρως και για τις οποίες δεν έχουν εξασφαλιστεί ακόμη τα απαραίτητα κεφάλαια.
Η Μπούντεσβερ αποτελείται σήμερα από περίπου 182.000 στρατιώτες σε ενεργό υπηρεσία. Το υπουργείο Άμυνας σχεδιάζει να αυξήσει αυτόν τον αριθμό τουλάχιστον στους 203.000 έως το 2031, με ορισμένους ειδικούς να κάνουν λόγο ακόμα και για 240.000 στρατιώτες. Οι διαρκείς προσπάθειες εκσυγχρονισμού θα επηρεάσουν όλα τα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων: στόχος είναι η αντικατάσταση απαρχαιωμένων αρμάτων μάχης, των αεροσκαφών και των πλοίων, η εξέλιξη της ψηφιοποίησης και των δυνατοτήτων σε ζητήματα διοίκησης και ελέγχου.
Οι βασικοί «παίκτες» στην εν λόγω βιομηχανία της Γερμανίας είναι οι Rheinmetall, Airbus Defence and Space και ο Όμιλος Diehl, οι οποίοι προσανατολίζονται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές, σε συνεργασία με ξένους εταίρους.
Η παγκόσμια κατάταξη δύσκολα θα αλλάξει
Βέβαια, παρά τις όποιες επενδύσεις σε εξοπλιστικά προγράμματα στην Ευρώπη, ελάχιστα προβλέπεται να αλλάξουν στην παγκόσμια κατάταξη στρατιωτικής ισχύος, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την αξιολόγηση Global Firepower για το 2025, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεκάθαρα τα ηνία σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ ακολουθούν η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Κορέα. Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί στην έκτη θέση, ενώ η Γαλλία είναι ένατη. Η Γερμανία βρίσκεται επί του παρόντος στην ενδέκατη θέση.
Πηγή: Deutsche Welle