mkdn.gr logo
mkdn.gr logo

ΕΡΕΥΝΑ ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ

Τα θεσμικά οικονομικά βάρη των ΜμΕ πλήττουν στην ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητά τους

Ακούστε το άρθρο 8'
28.06.2025 | 08:00
Τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της Ελλάδας, οι οποίες συνδέονται σε υψηλό βαθμό από το ασταθές θεσμικό πλαίσιο που τις διέπει, αναδεικνύει πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ).

Το πλήθος νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών υποχρεώσεων έχει οδηγήσει σε υψηλό κόστος συμμόρφωσης, επηρεάζοντας αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, την επενδυτική δυναμική και τη βιωσιμότητά τους.

Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια αποκρυπτογράφηση της κατάστασης που διαμορφώνεται από τη συμμόρφωση των Μικρών Επιχειρήσεων με το θεσμικό πλαίσιο και η αναλυτική καταγραφή όλων των οικονομικών βαρών που επωμίζονται.

Τα ευρήματα της έρευνας επικεντρώνονται στους τρεις βασικούς πυλώνες επιβάρυνσης: φορολογικά βάρη, κανονιστικά/διοικητικά κόστη και τραπεζικές/χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις.

Πιο συγκεκριμένα σε μια ανάλυση των βασικών πυλώνων επιβάρυνσης έχουν προκύψει τα εξής:

-Το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τις άμεσες χρηματικές υποχρεώσεις (φόροι, τέλη, εισφορές), όσο και το διοικητικό βάρος (μισθοί, εξωτερικές υπηρεσίες, τεχνολογικές επενδύσεις).

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η φορολογική επιβάρυνση και συμμόρφωση αποτελεί μια από τις βασικότερες προκλήσειςπου αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Το ελληνικό φορολογικό πλαίσιοείναι περίπλοκο και χαρακτηρίζεται από συχνές αλλαγές στη νομοθεσία, με συνεχείς τροποποιήσεις και επικαιροποιήσεις. 

Το κόστος συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις και απαιτήσεις της φορολογικής νομοθεσίας περιλαμβάνει τόσο το άμεσο χρηματικό βάρος της καταβολής των φόρων όσο και κόστη, όπως των εξωτερικών συνεργατών (λογιστές, φοροτεχνικοί,νομικοί), τον χρόνο και τους πόρους που δαπανώνται για την καταχώρηση των οικονομικών συναλλαγών στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης, την προετοιμασία και την υποβολή τωνδηλώσεων και των σχετικών αναφορών αλλά και το χρόνο και τους πόρους που ενδεχομένως θα δαπανηθούν σε μεταγενέστερες χρονικές στιγμές σε περίπτωση φορολογικούελέγχου, ενστάσεων και δικαστικών προσφυγών.

Επίσης, οι τεχνολογικές απαιτήσεις για τη φορολογική συμμόρφωση των επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια καθώς έχει προχωρήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός των σχέσεων της φορολογικής διοίκησης (ΑΑΔΕ) με τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, με την εισαγωγή της φορολογικής πλατφόρμας με την ονομασία myDATA.

Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος του κόστους φορολογικής συμμόρφωσης δημιουργεί αρνητικές ταμειακές ροές με τη μορφή μισθών, αγορών εξωτερικών υπηρεσιών τρίτων και αγορών ή συνδρομών λογισμικού και σχετικών βάσεων δεδομένων και πληροφόρησης.

-Οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν από πλήθος ειδικών φορολογιών (τέλη, φόροι κατανάλωσης κλπ), οι οποίες επηρεάζουν δυσανάλογα τις ΜμΕ.

Η ειδική ή πρόσθετη φορολόγηση προϊόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ανέκαθεν αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για το Ελληνικό κράτος. Ειδικοί φόροι στην Ελλάδα επιβάλλονται σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Κυρίαρχο ρόλο μεταξύ αυτών έχουν τα καύσιμα και άλλα ενεργειακά προϊόντα, τα προϊόντα καπνού και τα οινοπνευματώδη ποτά. Ωστόσο, η ειδική φορολόγηση επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, όπως τα οχήματα, ο καφές, η διαμονή σε τουριστικά καταλύματα, οι τηλεφωνικές κινητές επικοινωνίες, η συνδρομητική τηλεόραση, τα υγρά ηλεκτρονικών τσιγάρων και οι πλαστικές σακούλες. 

Ως εκ τούτου, η ειδική φορολογία αποτελεί μια πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρο σε ποιες περιπτώσεις ειδικών φόρων το πρόσθετο κόστος του φόρου επωμίζεται αποκλειστικά από τις επιχειρήσεις ή μετακυλίεται, μέρος του ή ολόκληρο, στους καταναλωτές ή σε άλλες συνεργαζόμενες επιχειρήσεις.

-Τα τραπεζικά κόστη (χρεώσεις, διαχείριση λογαριασμών, απαιτήσεις duediligence) τα οποία λειτουργούν ως αντικίνητρο πρόσβασης στη χρηματοδότηση.

Για να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία τους, όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους πρέπει να συναλλάσσονται με τραπεζικά ιδρύματα.

Άλλωστε, η ελληνική νομοθεσία, αλλά και οι διεθνείς κανονισμοί, προσδιορίζουν σειρά οικονομικών συναλλαγών που πρέπει να υλοποιούνται αποκλειστικά μέσω τραπεζών ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και ιχνηλασιμότητα των συναλλαγών, η φορολογική συμμόρφωση και η πρόληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και του ξεπλύματος χρημάτων, αλλά και για την προστασία των συμφερόντων των επιχειρήσεων και των καταναλωτών αφού οι τραπεζικές συναλλαγές προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία έναντι κινδύνων απάτης.

Οι ακριβείς χρεώσεις διαφέρουν ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική κάθε τράπεζας και το πακέτο υπηρεσιών που επιλέγει η επιχείρηση. Γενικά όμως οι τραπεζικές προμήθειες, τόσο για τα POS όσο και για τις τραπεζικές συναλλαγές γενικότερα, είναι αρκετά αυξημένες, γεγονός που οδήγησε σε νομοθετική παρέμβαση για τον περιορισμό τους.

-Οι δημοτικοί φόροι, τα εργασιακά και ασφαλιστικά και τα λοιπά κόστη συμμόρφωσης (αδειοδοτήσεις, προστασία προσωπικών δεδομένων κ.α.), ενσωματώνουν απαιτήσεις που οι μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να καλύψουν χωρίς εξωτερική υποστήριξη.

Η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας συνοδεύεται από ένα ευρύ φάσμα υποχρεώσεων προς την τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίες περιλαμβάνουν την καταβολή δημοτικών τελών και φόρων, απαραίτητη για τη νόμιμη λειτουργία μιας επιχείρησης.

Το κόστος συμμόρφωσης για τις μικρές επιχειρήσεις εξαρτάται από το μέγεθος και τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς, καθώς και από την τοποθεσία της επιχείρησης, καθώς οι συντελεστές και οι όροι επιβολής των δημοτικών φόρων και τελών καθορίζονται από τον εκάστοτε δήμο.

Εργασιακά και Ασφαλιστικά

 

Η εργατική νομοθεσία στην Ελλάδα αποτελεί ένα πλέγμα κανόνων και ρυθμίσεων που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις, την απασχόληση, τις αμοιβές, τα ωράρια, την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων. Για τις μικρές επιχειρήσεις, η συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία δεν είναι μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και κρίσιμος παράγοντας για τη βιωσιμότητα, την αξιοπιστία και την αποφυγή προστίμων.

Ωστόσο, εντελώς ενδεικτικά, πέρα από το κόστος καταβολής των εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες σήμερα ανέρχονται σε 35,16% επί των πραγματικών ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων σε χρήμα και σε είδος (13,37% εισφορά ασφαλισμένου και 21,79% εισφορά εργοδότη), το κόστος συμμόρφωσης αφορά τη λογιστική διαχείριση των εργατικών θεμάτων που κοστίζει συνήθως 50 έως 150 ευρώ μηνιαίως, την τεχνική υποστήριξη για τις τεχνολογικές ανάγκες και τη διασύνδεση με το ΕΡΓΑΝΗ που μπορεί να αγγίξει τα 200 ευρώ ετησίως. Αν η επιχείρηση χρειάζεται νομική ή εργατική συμβουλευτική για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία το κόστος μπορεί να ανέλθει σε περίπου 100 με 200 ευρώ ανά ώρα.

Ειδικά, για την εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας οι μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να προμηθευτούν σχετικό εξοπλισμό με κόστος από 100 έως 300 ευρώ ανά συσκευή, καθώς και σχετικό λογισμικό με κόστος που κυμαίνεται από 30 έως 100 ευρώ μηνιαίως. Η σχετική εκπαίδευση του προσωπικού και η συμβουλευτική υποστήριξη μπορεί να κοστίσει από 100 έως 500 ευρώ εφάπαξ. Πέρα από τα άμεσα οικονομικά έξοδα και τις λειτουργικές απαιτήσεις, η συμμόρφωση με την εργατική νομοθεσία για μια μικρή επιχείρηση συνεπάγεται και μη οικονομικά κόστη.

Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία

Η ελληνική νομοθεσία για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία είναι πλήρως εναρμονισμένη με την αντίστοιχη κοινοτική, μέσω της ενσωμάτωσης τόσο της Οδηγίας Πλαίσιο 89/391/ΕΟΚ όσο και των ειδικών Οδηγιών που απορρέουν από αυτή. 

Μέσα από τη μελέτη προκύπτει ότι το συνολικό θεσμικό και οικονομικό φορτίο δεν λειτουργεί μόνο ως εμπόδιο στην καθημερινή λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και ως παράγοντας αποτροπής για την ανάπτυξη, την εξωστρέφεια και την καινοτομία. Ο κανονιστικός φόρτος, η θεσμική αβεβαιότητα και η πολυνομία στερούν από τις μικρές επιχειρήσεις το κρίσιμο περιθώριο να σχεδιάσουν και να επενδύσουν με ασφάλεια.

Το βασικό συμπέρασμα της έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ είναι ότι η επιβίωση και εξέλιξη των ΜμΕ στην Ελλάδα απαιτεί μια βαθιά και στοχευμένη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου. Η μείωση των διοικητικών και οικονομικών επιβαρύνσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα διευκόλυνσης, αλλά προϋπόθεση διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής.

Η επικέντρωση της έρευνας στις μικρές επιχειρήσεις καθίσταται επιτακτική, αφενός, γιατί οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) κατέχουν κεντρική θέση στην οικονομική ζωή της Ελλάδας, καθώς αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, εκ των οποίων το 94,7% κατατάσσονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, απασχολούν το 84,6% των εργαζομένων και παράγουν το 67% της προστιθέμενης αξίαςκαι αφετέρου, γιατί η συμμόρφωση με τους θεσμικούς κανονισμούς συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος για τις μικρότερες επιχειρήσεις, καθιστώντας τες πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις του υπερβολικού κανονιστικού και διοικητικού φόρτου.

Γιώργος Νεοχωρίτης

Tελευταίες Ειδήσεις