Στέλνοντας με σαφή τρόπο και προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα ότι θα είναι παρών –«είμαι αποφασισμένος να ηγηθώ της Νέας Δημοκρατίας και να διεκδικήσω, εφόσον μας εμπιστευτούν και πάλι οι Έλληνες πολίτες, να είμαι Πρωθυπουργός και για μια τρίτη θητεία» είπε χαρακτηριστικά– ο κ. Μητσοτάκης έθεσε τρεις βασικούς άξονες ως υπόβαθρο αυτής της απόφασης.
Καταρχάς, το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του κυβερνητικού έργου, εκφράζοντας την εκτίμησή του ότι θα απαιτηθούν περισσότερα από 8 χρόνια ώστε το αποτύπωμα των μεταρρυθμίσεων που έχουν ξεκινήσει και της θετικής πορείας της οικονομίας, που έχει αρχίσει, να μην μπορούν να τεθούν σε κίνδυνο. «Θέλω να βλέπω ενιαία την πορεία του κυβερνητικού μας έργου, χρειάζεται ακόμα χρόνο για να μπορέσει να ολοκληρωθεί και οι αλλαγές να ριζώσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να μην μπορούν στη συνέχεια να ανατραπούν» ήταν η χαρακτηριστική του αποστροφή.
Κατά δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης ουσιαστικά δήλωσε ότι επιθυμεί να διαχειριστεί τις εκκρεμότητες της επόμενης ημέρας των εκλογών, βάζοντας σε πρώτη προτεραιότητα τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Με τη διαδικασία να ξεκινά ακόμη και εντός 2025, μίλησε για «προσωπική σφραγίδα», που όπως είπε θέλει να βάλει, με τον ίδιο να έχει ήδη προαναγγείλει τρεις κομβικές παρεμβάσεις για τη διάταξη περί ευθύνης υπουργών, τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και την αξιολόγηση στο δημόσιο.
Τρίτον, η γεωπολιτική συγκυρία, που προδιαγράφεται ταραχώδης το επόμενο διάστημα, με τη χώρα να καλείται να κινήσει τα ευρωπαϊκά «νήματα», το δεύτερο εξάμηνο του 2027, έχοντας την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την αρχή επί της ουσίας, της νέας διακυβέρνησης. «Νομίζω ότι στο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο έχω εκπροσωπήσει τη χώρα στο εξωτερικό, πιστεύω ότι αυτή τη δουλειά μπορώ να την κάνω καλά» ήταν η απάντηση Μητσοτάκη στο αν θα ήθελε να διαχειριστεί αυτή την περίοδο.
Στη στρατηγική του πρωθυπουργού είναι πλέον ξεκάθαρο ότι, με τα σημερινά δεδομένα, στόχος είναι η εξάντληση της θητείας του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει κατ’ επανάληψη ότι το πρόγραμμα της κυβέρνησής του είναι πρόγραμμα τετραετίας, έχοντας θέσει ως βασικό κριτήριο των επόμενων εθνικών εκλογών την υλοποίηση ή όχι των δεσμεύσεων, που έχει αναλάβει. «Από τη στιγμή που και εγώ ο ίδιος πιστεύω ακράδαντα ότι το 2025 θα είναι καλύτερο από το 2024, το 2026 καλύτερο από το 2025 και το 2027 καλύτερο από το 2026, ένας λόγος παραπάνω να τηρήσω στο ακέραιο τη δέσμευσή μου για εκλογές στο τέλος της τετραετίας» εξήγησε, επικαλούμενος τον πιο απλό συνειρμό, στη συνέντευξή του στο Πρώτο Θέμα.
Οι «κανόνες του παιχνιδιού» για τις επόμενες κάλπες θα παραμείνουν οι ίδιοι, καθώς ο κ. Μητσοτάκης διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τυχόν αλλαγή του εκλογικού νόμου. Παρά τη δημοσκοπική εικόνα των κομμάτων και της Νέας Δημοκρατίας, που καθιστά απρόσιτη την επίτευξη αυτοδυναμίας με το σημερινό εκλογικό σύστημα, αν γίνονταν τώρα εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ξεκάθαρο ότι θα θέσει ως κομβικό διακύβευμα στις κάλπες την πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, με επιχείρημα ότι αυτή μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με μια ισχυρή, μονοκομματική κυβέρνηση.
Από αυτή τη δημοσκοπική εικόνα, άλλωστε, και αναμένοντας το αποτύπωμα των τελευταίων εξαγγελιών στην κοινή γνώμη, στο κυβερνητικό επιτελείο συγκρατούν την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, με διψήφια διαφορά από το δεύτερο κόμμα, τα ποσοστά καταλληλότητας του πρωθυπουργού και μια, έστω και ισχνή για την ώρα, αντιστροφή του κλίματος, που καταγράφεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι «αν υπάρχει ένα κόμμα στην Ελλάδα σήμερα το οποίο βάσιμα να μπορεί να διεκδικεί την αυτοδυναμία, αυτό είναι η Νέα Δημοκρατία», υπενθυμίζοντας ότι αντίστοιχες αμφιβολίες για το αν ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί, υπήρχα και πριν από τις εκλογές του 2023, που τελικά κατέληξαν στο περιβόητο 41%.
«Πιστεύω στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, στην ταχύτητα με την οποία μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις» επαναλαμβάνει ο ίδιος, σημειώνοντας ότι πολλά από όσα η κυβέρνηση έχει να επιδείξει, όπως τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, δεν θα είχαν προχωρήσει αν προαπαιτούμενο ήταν η συνεννόηση με άλλα κόμματα, καθώς οι επιλογές αυτές δεν στηρίχτηκαν από τις υπόλοιπες δυνάμεις.
Χαρακτηριστικό, άλλωστε, του πολιτικού κλίματος που διαμορφώνεται και αναμένεται να διαμορφωθεί με μεγαλύτερη σφοδρότητα το επόμενο διάστημα, είναι τόσο οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης, όσο και τα καυστικά σχόλια του Κυριάκου Μητσοτάκη για τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς. «Δεν νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται, δέκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία, έναν νέο θηλυκό Βαρουφάκη» απάντησε για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, «φοβάμαι ότι στην προσπάθειά του να συντονιστεί με αυτό το οποίο ο ίδιος αντιλαμβάνεται αίσθημα της κοινωνίας, ουσιαστικά έριξε νερό στον μύλο των αντισυστημικών δυνάμεων και έγινε […] «παρακολούθημα» της κας. Κωνσταντοπούλου» είπε για τον Νίκο Ανδρουλάκη, «υπήρξε ο βασικός πρωτεργάτης για απίστευτες θεωρίες συνωμοσίας» σχολίασε για τον Κυριάκο Βελόπουλο.
Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προτάξει στον σχεδιασμό του εναπομείναντα χρόνου της κυβέρνησής του, την οικονομία –στον άξονα της ανάπτυξης, της μείωσης των φόρων και της ενίσχυσης των εισοδημάτων– την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών σε κομβικούς τομείς όπως το δημόσιο, η υγεία και η παιδεία, αλλά και την ισχυροποίηση της διεθνούς θέσης της χώρας μέσω της ενίσχυσης της άμυνας, της κατοχύρωσης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών.
Αν ο χρονικός σχεδιασμός προχωρήσει με τα σημερινά δεδομένα, καθώς ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός, το δίλημμα της επόμενης κάλπης μοιάζει να διαμορφώνεται από το κυβερνητικό επιτελείο ανάμεσα στη συνέχιση ενός συγκεκριμένου πολιτικού πλαισίου για τη μετεξέλιξη της χώρας ή του κινδύνου να τεθούν εν αμφιβόλω τα επιτεύγματα της διπλής τετραετίας της Νέας Δημοκρατίας.
Πηγή: liberal.gr/Λίδα Μπόλα