Το ιρανικό οπλοστάσιο διαθέτει ακόμη ευρεία γκάμα πυραύλων, αλλά οι εκτοξευτές τους έχουν μειωθεί δραματικά, καθώς το Ισραήλ κλιμακώνει την πίεση, στοχεύοντας συστηματικά εγκαταστάσεις και κρίσιμες υποδομές του Ιράν.
Όπως επισημαίνει η ανάλυση, σχεδόν μία εβδομάδα μετά την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης, η Τεχεράνη έχει απολέσει σε μεγάλο βαθμό την επιχειρησιακή της ικανότητα για εκτεταμένες πυραυλικές επιθέσεις - χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει καταστεί εντελώς ανίκανη να τις εξαπολύσει.
Το ιρανικό καθεστώς έχει αναγκαστεί να μετακινήσει σημαντικό μέρος των δυνάμεων και του εξοπλισμού της προς το κεντρικό Ιράν, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τα εναπομείναντα μέσα της.
Ωστόσο, αυτή η αναδίπλωση δημιουργεί νέα διλήμματα. Από τη μία, ούτε οι κεντρικές περιοχές της χώρας προσφέρουν ασφάλεια, αφού η ισραηλινή αεροπορία, έχοντας εξουδετερώσει την ιρανική αεράμυνα, επιχειρεί με σχετική ατιμωρησία πάνω από μεγάλα τμήματα του ιρανικού εναέριου χώρου.
Από την άλλη, η μεταφορά των εκτοξευτών προς το εσωτερικό της χώρας, σε περιοχές όπως η επαρχία του Ισφαχάν, καθιστά δυσκολότερα τα χτυπήματα προς το Ισραήλ. Η αυξημένη απόσταση τοποθετεί πλέον αρκετούς από τους βαλλιστικούς πυραύλους στα όρια του δραστικού τους βεληνεκούς, γεγονός που επηρεάζει την ακρίβειά τους και περιορίζει τις επιλογές της Τεχεράνης στο πεδίο.
Το Ισραήλ, από την πλευρά του, έχει καταστήσει σαφές ότι προτεραιότητά του παραμένει η εξουδετέρωση της ιρανικής ικανότητας για πυραυλικά πλήγματα. Όπως ανακοίνωσε την Τρίτη, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) έχουν καταστρέψει περίπου το 35%-40% του συνολικού αριθμού πυραύλων του Ιράν, καθώς και περίπου τους μισούς εκτοξευτές, πλήττοντας καίρια την επιθετική του δυνατότητα.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η Τεχεράνη ενδέχεται να μην μπορεί πλέον να αξιοποιήσει πλήρως τουλάχιστον τρεις τύπους βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς που βρίσκονται στο οπλοστάσιό της, καθώς η απόσταση από το Ισραήλ υπερβαίνει πλέον τα όριά τους.
Περιορισμοί βεληνεκούς και στρατηγικές επιλογές στους βαλλιστικούς πυραύλους
Η απόσταση του Ισφαχάν από το ισραηλινό έδαφος - περίπου 1.600 χιλιόμετρα - δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς στη χρήση συγκεκριμένων τύπων ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων.
Όπως επισημαίνει το Βρετανικό Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου, από τη στιγμή που η Τεχεράνη μετακίνησε μέρος του πυραυλικού της οπλοστασίου προς το κέντρο της χώρας, αρκετά από τα συστήματά της τέθηκαν εκτός επιχειρησιακού βεληνεκούς.
Συγκεκριμένα, οι πύραυλοι Haj Qassem, Fattah και Kheibar Shekan - με μέγιστο δραστικό εύρος 1.400-1.450 χιλιόμετρα - δεν επαρκούν για πλήγματα εντός του ισραηλινού εδάφους. Πρόκειται για τύπους που το Ιράν έχει ισχυριστεί στο παρελθόν ότι έχει χρησιμοποιήσει κατά του Ισραήλ.
Αντίθετα, ακόμη μπορούν να επιχειρησιακά αξιοποιηθούν οι πύραυλοι Emad (1.700 χλμ.), Ghadr (1.950 χλμ.) και Sejjil-1 (2.000 χλμ.), με τον τελευταίο μάλιστα να φέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μόλις χθες.
Ωστόσο, ούτε οι πιο μακράς εμβέλειας πύραυλοι αποτελούν αυτονόητη επιλογή. Οι Emad και Ghadr, αν και εντός εμβέλειας, χρησιμοποιούν υγρό καύσιμο – γεγονός που καθιστά τη μεταφορά και τον χειρισμό τους πολύ πιο απαιτητικά σε σχέση με τα αντίστοιχα στερεού καυσίμου συστήματα.
Η επιχειρησιακή δυσχέρεια φαίνεται και στον αριθμό των πυραύλων που χρησιμοποιεί πλέον το Ιράν. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο και εκτιμήσεις των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων (IDF), η Τεχεράνη έχει περιορίσει τον αριθμό των πυραύλων ανά επίθεση, όχι λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων, αλλά επειδή δυσκολεύεται να συντονίσει ευρείας κλίμακας πυραυλικές επιχειρήσεις. Ενώ οι πρώτες επιθέσεις περιλάμβαναν έως και 40 πυραύλους, στη συνέχεια μειώθηκαν σε λιγότερους από 10 - και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και κάτω από πέντε.
Παράλληλα, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο η ιρανική ηγεσία να επιλέγει την τακτική της συγκράτησης δυνάμεων, ώστε να διατηρήσει τη δυνατότητα μαζικών επιθέσεων εάν κρίνει ότι η σύγκρουση με το Ισραήλ εισέρχεται σε υπαρξιακή φάση. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Τεχεράνη θα μπορούσε να εξαπολύσει εκ νέου εκτεταμένες ομοβροντίες, κλιμακώνοντας αποφασιστικά το μέτωπο της σύρραξης και αναδιατάσσοντας τις στρατηγικές παραμέτρους της αναμέτρησης.