Με το επίκεντρο να εντοπίζεται σε ένα μικροσκοπικό χωριό με το όνομα Προφήτης, περίπου 30χλμ. ανατολικά - βορειοανατολικά του κεντρικού ιστού της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης στην Ελλάδα, ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια (Αγίου Βασιλείου) και Βόλβης και εστιακό βάθος 10χλμ., η δόνηση που σημειώθηκε λίγα μόλις λεπτά μετά τις 11 το βράδυ χαράχτηκε μια για πάντα σε όσους την έζησαν και τη μνημονεύουν ακόμη και σήμερα, ως κάτι που δεν θα ήθελαν ποτέ να ξαναζήσουν.
Άλλωστε και απολογισμός, ήταν το λιγότερο τραγικός. Συγκεκριμένα, 49 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, οι 37 εκ των οποίων από την κατάρρευση οκταόροφης πολυκατοικίας στην καρδιά του κέντρου της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Ιπποδρομίου. Επιπλέον, άλλοι 220 τραυματίστηκαν, χιλιάδες έμειναν χωρίς στέγη σε ολόκληρη την πόλη, ενώ ανεπηρέαστες δεν έμειναν ούτε οι γειτονικές περιοχές του Κιλκίς, των Σερρών και της Χαλκιδικής.
Σύμφωνα με έκθεση του που παρουσίασε πρόσφατα το Αριστοτέλειο Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του ΑΠΘ αλλά και την πολύτιμη βοήθεια του καθηγητή Νεοτεκτονικής και Παλαιοσεισμολογίας του τμήματος Γεωλογίας Σπύρου Παυλίδη, τα Μακεδονικά Νέα - mkdn.gr παραθέτουν σήμερα μοναδικά στοιχεία από τον πρωτοφανή σε ένταση σεισμό που σημάδεψε για πάντα τις μνήμες όλων όσοι τον έζησαν.
Σύμφωνα με όσα μεταφέρει ο κ. Παυλίδης: Η σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο του 1978, εντάθηκε στις 8 Μαΐου και κορυφώθηκε με έναν ισχυρό σεισμό στις 24 Μαΐου (ώρα 02:34) μεγέθους 5,8 κι έναν δεύτερο στις 19 Ιουνίου με μέγεθος 5,3 βαθμούς. Ο κύριος καταστροφικός σεισμός, συνέβη την 20η Ιουνίου και έγινε αισθητός σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα αλλά και τη Νότια Βαλκανική Χερσόνησο, ενώ σε επίπεδο μετασεισμικής δραστηριότητας ο μεγαλύτερος σεισμός καταγράφηκε στις 4 Ιουλίου και ήταν μεγέθους 5,1 βαθμών.
Ολόκληρη η σεισμική ακολουθία όπως αυτή καταγράφηκε πριν και μετά τον μεγάλο σεισμό της 20ης Ιουνίου του 1978 στη Θεσσαλονίκη
Ο καθηγητής προσθέτει δε, ότι ο σεισμός του 1978 ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που έπληξε μια σύγχρονη ελληνική μεγαλούπολη, με εξαιρετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, ενώ το μέγεθος των καταστροφών κατά την 12βάθμια κλίμακα Merkalli-Sieberg εκτιμήθηκε σε ένταση 8 και 9, με τα μεγαλύτερα πλήγματα να εντοπίζονται στα χωριά Στίβος, Γερακαρού, Νικομηδινό και Άσσηρος.
Ζημιές που σήμερα θα ανέρχονταν σε 1,2 δισ. ευρώ
Τα επίσημα στοιχεία από τις καταγραφές που σημειώθηκαν από τον χορό των Ρίχτερ, είναι ενδεικτικά της κατάστασης χάους που επικράτησε ακόμη και αρκετές ημέρες μετά την κύρια δόνηση. Συγκεκριμένα, 3.170 (4,5%) κτίρια καταμετρήθηκαν με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες και χαρακτηρίστηκαν με κόκκινη μπογιά. 13.918 (21.0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες χαρακτηρίστηκαν με κίτρινη μπογιά, ενώ 49.071 (74,5%) κτίρια καταμετρήθηκαν χωρίς βλάβες και χαρακτηρίστηκαν με πράσινη μπογιά.
Την εποχή εκείνη την καταμέτρηση των ζημίων και την αποκατάσταση των σεισμοπαθών, ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας (ΥΑΣΒΕ), ενώ σημαντικές ζημιές καταγράφηκαν και στα μνημεία της πόλης, όπως η Ροτόντα, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τα Βυζαντινά μνημεία κ.α. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Πώς άλλαξε άλλαξε η επιστημονική έρευνα και την αντισεισμική πολιτική
Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης, υπήρξε η πρώτη μεγάλη δόνηση που έπληξε μια σύγχρονη ελληνική πόλη, ενώ μέχρι σήμερα θεωρείται ως η μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα στη γύρω περιοχή από το 1932, όταν και σημειώθηκαν οι ισχυρότατοι σεισμοί της Ιερισσού της Χαλκιδικής (ρήγμα Στρατωνίου) και Ασσήρου – Λαγκαδά το 1902.
Οι ιστορικοί μεγάλοι σεισμοί που σημειώθηκαν γύρω από τη Θεσσαλονίκη πριν από αυτόν του 1978
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Παυλίδης στα Μακεδονικά Νέα - mkdn.gr «αυτός ο σεισμός που σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη και αυτός των Αλκυωνίδων που έπληξε την Αθήνα το 1981 αποτέλεσαν σταθμό στη σεισμική ιστορία της Ελλάδας, διότι "χτυπήθηκαν" τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα κι έδωσαν το έναυσμα ώστε:
- Να αναθεωρηθεί ριζικά ο αντισεισμικός κανονισμός ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1985
- Να δημιουργηθεί η ΑΣΒΕ και αποκτήθηκε η τεχνογνωσία που σταδιακά εξελίχθηκε μέχρι σήμερα για το πώς γίνεται ο μετασεισμικός έλεγχος
- Να δημιουργηθεί ο Οργανισμός Αντισεισμικής Πολιτικής και Προστασίας
- Επίσης δημιουργήθηκε το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι τότε, αντίστοιχο Ινστιτούτο υπήρχε μόνο στα Σκόπια και το δημιούργησε η UNESCO μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1963. Το ΙΤΣΑΚ έχει ειδικά όργανα σε όλη την Ελλάδα προκειμένου να καταγράφει αυτό που ονομάζουμε Ισχυρή Σεισμική Κίνηση ή Σεισμική Επιτάχυνση.
Σε ερώτηση για το αν σημειώθηκαν μεγάλοι σεισμοί στην περιοχή μετά το 1978, ο κ. Παυλίδης υπογραμμίζει πως «οι σεισμοί γίνονται κατά ομάδες. Σε ένα χρονικό διάστημα εντός του 20ου αιώνα στην ευρύτερη Κεντρική Μακεδονία και πέρα από τα σύνορά μας, είχαμε αρκετούς σεισμούς. Μετά το '78, είχαμε μία ακόμη μεγάλη σεισμική ακολουθία στη Γουμένισσα του Κιλκίς με μεγέθη κοντά στα 6 Ρίχτερ, αλλά χωρίς επιπτώσεις. Συνήθως υπάρχει μια έντονη σεισμική ακολουθία που όταν ολοκληρώνεται, τα ρήγματα ηρεμούν ίσως και για εκατοντάδες χρόνια. Αυτό το λέμε με βάση την ιστορική σεισμικότητα και τα γεωλογικά δεδομένα της Παλαιοσεισμολογίας. Αυτά τα δεδομένα μας δείχνουν ότι κατά περιόδους έξαρσης έχουμε έντονη σεισμική δραστηριότητα, την οποία ωστόσο διαδέχεται μια μεγάλη περίοδο ηρεμίας».
Το ρήγμα που άνοιξε ο σεισμός στο χωριό Στίβος
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι τα φωτογραφικά ντοκουμέντα της εποχής, από το ρήγμα που προκάλεσε ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης.
Τα ρήματα είναι ασυνέχειες (διαρρήξεις) των πετρωμάτων με ταυτόχρονη μετακίνησή τους, που προέκυψαν από θραύση με τη δράση τεκτονικών δυνάμεων του γήινου φλοιού. Διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: Κανονικά, Αντίστροφα και ρήγματα οριζόντιας μετατόπισης. Εάν ένα ρήγμα έχει μετακινηθεί στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να μετακινηθεί στο εγγύς μέλλον, τότε ονομάζεται ενεργό.
Τα περισσότερα από τα γνωστά ενεργά ρήγματα του ελλαδικού χώρου, πάνω στα οποία είναι χτισμένα πολλά χωριά και πόλεις, επιβιώνουν για εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια.
Συγκεκριμένα στην περιοχή των χωριών Γερακαρού, Λαγκαδικίων, Νικομηδινού, Στίβου, Περιστερώνα και Κ. Σχολαρίου, εμφανίστηκαν πολλές διαρρήξεις με διεύθυνση σχεδόν ανατολική – δυτική καθώς και ΒΔ-ΝΑ που είναι οι επιφανειακές εκφράσεις του ίδιου σεισμογόνου ρήγματος.
Η μεγαλύτερη από τις ρωγμές που παρατηρήθηκαν είχε μήκος 12χλμ και κατακόρυφη μετατόπιση μέχρι και 15 εκ. Μεταξύ των λιμνών, σε χαλαρά εδάφη, εμφανίστηκαν φαινόμενα ρευστοποίησης.
H πολυκατοικία που στην κατάρρευσή της πήρε μαζί της 37 ανθρώπους
Μια από τις «μαύρες» σελίδες που καταγράφηκαν από το χτύπημα του εγκέλαδου στη Θεσσαλονίκη, ήταν η κατάρρευση της οκταώροφης πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα στην πλατεία Ιπποδρομίου.
Λόγω του προχωρημένου της ώρας (εκείνες τις ημέρες διεξαγόταν και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου), οι περισσότεροι ένοικοι βρίσκονταν στα διαμερίσματά τους, χωρίς να προλάβουν να διαφύγουν.
Σήμερα στη θέση της πολυκατοικίας που κατέρρευσε, στεγάζεται το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Αντέχει η Θεσσαλονίκη τώρα έναν σεισμό ανάλογου μεγέθους;
Η συγκεκριμένη ερώτηση στο παραπάνω ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, αν και ο καθηγητής Νεοτεκτονικής και Παλαιοσεισμολογίας του ΑΠΘ, επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση διευκρινίζοντας μάλιστα πως «προς το παρόν δεν έχουμε καμία ένδειξη στην περιοχή της Θεσσαλονίκης για έναν τέτοιο σεισμό. Παρ' όλο που έχουν μελετηθεί πολύ καλά τα ρήγματα καθώς και η σεισμική ιστορία, από το Πολυτεχνείο έχει γίνει μόνο ένα είδος μικροζωνικής μελέτης. Στο πλαίσιο αυτό, από τη μια μπορούμε να πούμε ότι η εμπειρία μας δείχνει ότι τα κτίρια της πόλης μπορούν να ανταποκριθούν πάρα πολύ καλά σε τέτοιου είδους σεισμούς, τοπικής εμβέλειας, από την άλλη όμως έχουμε πια πυκνότερη δόμηση και η πόλη επεκτείνεται σε πιό χαλαρά εδάφη που ίσως δεν είναι ίσως καλά μελετημένα. Κι αυτό ενδεχομένως να αποτελεί πρόβλημα».
«Στα θετικά πάντως μπορούμε να καταγράψουμε τους αντισεισμικούς κανονισμούς της Ελλάδας κατά το 1985, το 1995 και το 2000 που μαζί με τον κώδικα 8 έχουν δώσει πια πολύ καλά εργαλεία στους μηχανικούς ώστε να έχουμε αντισεισμικές κατασκευές. Αισιοδοξούμε ότι για σεισμούς ανάλογου μεγέθους, τα πράγματα θα είναι καλά», συμπληρώνει ο κ. Παυλίδης.