Η αλήθεια είναι ότι τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και τα συναρμόδια υπουργεία παρακολουθούν στενά τις (μη) εξελίξεις γύρω από το συγκεκριμένο έργο και διαπιστώνουν ότι οι καθυστερήσεις στην έναρξη των εργασιών, σε συνδυασμό με την έντονη συζήτηση που αναπτύσσεται (μοιραία) γύρω από το κόστος, «ναρκοθετούν» το μέλλον και τις αναπτυξιακές προοπτικές του θεσμού.
Έτσι, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πόλη και με γνώμονα το καλύτερο δυνατόν για τον εκθεσιακό φορέα, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις ενστάσεις του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Στέλιου Αγγελούδη, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να αναπροσαρμόσει τα πλάνα της για το συγκεκριμένο έργο με τρόπο που να διασφαλίζει την πρόοδό του και να εξασφαλίζει την κοινωνική του αποδοχή. Όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, πρόκειται για μια απόφαση που αποδεικνύει στο πεδίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πολιτεύεται με τετελεσμένα, αλλά παρεμβαίνει δυναμικά όταν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις. Αυτόν τον δρόμο επέλεξε και τώρα, με στόχο η ανάπλαση της ΔΕΘ να είναι αντάξια της ιστορίας, της ταυτότητας και της δυναμικής της Θεσσαλονίκης.
Πολιτική ωριμότητα
Επιπρόσθετα η συγκεκριμένη επιλογή δείχνει ευελιξία και πολιτική ωριμότητα, καθώς επί της ουσίας η κυβέρνηση έρχεται να «θεραπεύσει» μια… ανοιχτή πληγή για την πόλη. Το επιβεβαιώνει η φράση του Πρωθυπουργού πως«δεν θα κάνουμε κάτι χωρίς να υπάρχει συνεννόηση με την τοπική κοινωνία», η οποία σηματοδοτεί την πίστη του Μεγάρου Μαξίμου στον ουσιαστικό διάλογο, όχι ως επικοινωνιακό σχήμα, αλλά ως πρακτικό εργαλείο που θα ξεμπλοκάρει ένα έργο πνοής για ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα.
Πού οδηγούμαστε
Κυβερνητικός στόχος παραμένει μια Θεσσαλονίκη σύγχρονη, λειτουργική, ανθρώπινη, αναπτυξιακή και δυναμική, με μια Διεθνή Έκθεση αντάξια της ιστορίας της. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για την ανάπλαση θα ξεκινήσει από μηδενική βάση. Απεναντίας… Η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και τις ανάγκες της πόλης να αποκτήσει ένα πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο αλλά ταυτόχρονα να σεβαστούμε την ιστορία της Έκθεσης η οποία είναι», όπως είπε, «ταυτισμένη με τη Θεσσαλονίκη», φαίνεται ότι δείχνει το μέλλον. Αυτό, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι μια ΔΕΘ δίχως… real estate, κάτι που σημαίνει ότι είναι πιθανό να επανέλθει στο τραπέζι η αρχική πρόταση για μητροπολιτικό πάρκο στον υφιστάμενο χώρο, εντός του οποίου θα κατασκευαστούν μόνο ορισμένα σύγχρονα περίπτερα, ένα συνεδριακό κέντρο και ένα υπόγειο πάρκινγκ που θα καλύπτει τις ανάγκες των επισκεπτών. Με λίγα λόγια πρόκειται για μια win-win κατάσταση.
Εφόσον επιλεγεί αυτός ο δρόμος, σημαίνει ότι απομακρύνεται κάθε σκέψη για την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας και εμπορικού κέντρου εντός της νέας ΔΕΘ. Μια τέτοια εξέλιξη θα μειώσει αισθητά το κτηριακό αποτύπωμα, θα αυξήσει την έκταση του πρασίνου, θα χαμηλώσει τον πήχη του κατασκευαστικού κόστους και κατ’ επέκταση θα αφαιρέσει από την εξίσωση το ενδεχόμενο συμμετοχής ενός επενδυτή στο έργο.
Τι ΔΕΘ θέλουμε;
Προφανώς οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν πριν τις 6 Σεπτεμβρίου, ημέρα εγκαινίων της 89ης ΔΕΘ. Θα σηματοδοτήσουν, όμως, την έναρξη μιας άλλης συζήτησης που έχει να κάνει με το μέλλον του εκθεσιακού φορέα. Γιατί το ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι «τι είδους Διεθνή Έκθεση θέλουμε» και ακολούθως ποιοι μπορούν και ξέρουν πώς να την «τρέξουν».
Μια σύγχρονη ΔΕΘ πρέπει να είναι οικονομικά βιώσιμη, περιβαλλοντικά υπεύθυνη και κοινωνικά αποδεκτή. Να λειτουργεί ως ουσιαστικό σημείο αναφοράς για τη Βόρεια Ελλάδα.
Υπό αυτό το πρίσμα η απόφαση της κυβέρνησης να επανεξετάσει πτυχές του σχεδιασμού δεν είναι υπαναχώρηση, αλλά δείγμα αναπτυξιακής υπευθυνότητας. Γιατί τελικά, η ΔΕΘ πρέπει να ενώνει. Να εμπνέει και όχι να επιβάλλει. Να μη μένει προσκολλημένη στο χθες, αλλά να διαμορφώνει με σιγουριά το αύριο.