Τα πρόσφατα επεισόδια στη Νομική Σχολή της Αθήνας δεν πρέπει να προσπεραστούν γρήγορα. Ο τραυματισμός του διδακτορικού φοιτητή οφείλει να μας αφυπνίσει, διότι τα πανεπιστήμια ανήκουν στους φοιτητές και τους καθηγητές, όχι σε μειοψηφικές ομάδες που επιχειρούν να επιβάλλουν την κυριαρχία και την ιδεολογία τους με τη βία.
Τα αμφιθέατρα των ΑΕΙ πρέπει να δίνουν ζωή στη γνώση και την ελευθερία της άποψης. Αυτή είναι η αποστολή τους και εκεί διαμορφώνεται -εν πολλοίς- το μέλλον των παιδιών μας. Ευθύνη μας, λοιπόν, είναι να το προστατεύουμε, εδώ και τώρα.
Γράφω αυτές τις γραμμές έχοντας πρόσφατη την εμπειρία της επίσκεψης στο πανεπιστήμιο Tsinghua, στο Πεκίνο, με την Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Βουλής. Οι εικόνες που αντίκρισα στο συγκεκριμένο κινέζικο πανεπιστήμιο δεν έχουν καμία σχέση με όσα βλέπουμε στα ελληνικά και προφανώς το πρόβλημα έχει να κάνει με τη συνολικότερη αντίληψη για τον πανεπιστημιακό χώρο. Αυτή η παρατήρηση αφορά όλους τους εμπλεκόμενους στην ακαδημαϊκή κοινότητα αφού -δυστυχώς- στην Ελλάδα η ατολμία φαίνεται ότι επικρατεί της αποφασιστικότητας.
Ο νόμος που έχει υπερψηφιστεί από το 2021 ορίζει τα πεδία ευθυνών και αρμοδιοτήτων καθώς και τους τρόπους παρέμβασης σε περιπτώσεις σαν αυτές που ξαναζήσαμε πρόσφατα. Άρα, πρέπει να εφαρμόζεται με αποφασιστικότητα από εκείνους που φέρουν την διοικητική ευθύνη. Ο φόβος, η καταστροφή και η σιωπή δεν έχουν θέσει στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι χώροι τους είναι φτιαγμένοι για να φιλοξενούν φοιτητές και όχι οργανωμένες μειοψηφίες που δρουν στο όνομα μιας δήθεν «αντίστασης» καταστρέφοντας το μέλλον των παιδιών μας.
Προφανώς πρόκειται για ένα κοινωνικό πρόβλημα που αντανακλά συμπεριφορές και αξίες μεταπολιτευτικού χαρακτήρα που πρέπει να αλλάξουν. Και εδώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον ρόλο που διαδραμάτισε η Αριστερά στην πατρίδα μας όσον αφορά την καλλιέργεια και συντήρηση αυτής της νοοτροπίας. Με πρόσχημα την υπεράσπιση της «ακαδημαϊκής ελευθερίας» και του «ασύλου της γνώσης», υποστήριξε, υπέθαλψε και δημιούργησε ένα περιβάλλον ατιμωρησίας και ανοχής προς τις παραβατικές ομάδες που εκμεταλλεύονταν τα πανεπιστήμια για τις δικές τους σκοπιμότητες. Μεθοδικά μετέτρεψαν τα ΑΕΙ μας σε πεδία ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, συχνά με τη χρήση βίας. Την έχω βιώσει προσωπικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως και πολλοί άλλοι συμφοιτητές μου εκείνη την εποχή. Παράλληλα η άρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αναγνωρίσουν την πραγματική διάσταση του προβλήματος με τις συνεχείς επιθέσεις εναντίον κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας για την αποκατάσταση της τάξης, συνέβαλε στην εμπέδωση της ανομίας. Κάπως έτσι, το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό έως σήμερα, όντας άμεσα συνδεδεμένο με μια σειρά από βαθιές και συστημικές αιτίες.
Στον αντίποδα η Νέα Δημοκρατία, με καθαρή φωνή και πολιτική συνέπεια, πήρε σαφή θέση και όρισε το θεσμικό πλαίσιο: τα πανεπιστήμια δεν είναι άσυλα παρανομίας, είναι άσυλα ελεύθερης σκέψης. Ο νόμος για την κατάργηση του ασύλου ανομίας και οι στοχευμένες επεμβάσεις για την αποκατάσταση της τάξης ήταν βήματα που κάποιοι χλεύασαν, αλλά οι περισσότεροι Έλληνες αγκάλιασαν αναγνωρίζοντας τη σημασία τους.
Γιατί η ασφάλεια δεν είναι αυταρχισμός. Είναι προϋπόθεση για να ανθίσει η δημοκρατία. Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος εκεί που κυριαρχεί ο εκφοβισμός και η βία.
Το είπε και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης: Η Ελλάδα δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη μετριότητα, δεν μπορεί να φοβάται να πει την αλήθεια. Ως εκ τούτου οφείλουμε να προχωρήσουμε με θάρρος μπροστά και να ξανακάνουμε τα πανεπιστήμια χώρους επιστήμης και δημιουργίας. Όχι άλλες χαμένες ώρες, όχι άλλη σιωπή μπροστά στη βία. Το μέλλον των παιδιών μας είναι εκεί. Κι έχουμε όλοι χρέος να το προστατεύσουμε.Η νέα αρχή είναι επιτακτική ανάγκη!
*Ο Θεόδωρος Γ. Καράογλου είναι Βουλευτής ΝΔ Β’ Θεσσαλονίκης