Δεν αποτελεί μυστικό ότι χωριά και κωμοπόλεις της Περιφέρειας «αδειάζουν» καθημερινά από κόσμο και και ειδικότερα από νέους οι οποίοι αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα, είτε ακόμη και στο εξωτερικό.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα και οι πρόσφατες δηλώσεις στα Μακεδονικά Νέα του δημάρχου Σουφλίου, Παναγιώτη Καλακίκου, ο οποίος αναφερόμενος στο συγκεκριμένο φλέγον ζήτημα του δημογραφικού είχε τονίσει ότι την τελευταία πενταετία στην περιοχή ευθύνης του, έχουν καταγραφεί μόλις 130 γάμοι και 1.300 κηδείες.
Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις ανθρώπων - ελάχιστων βέβαια- που ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Που αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους την πολύβουη πόλη και να μετακομίσουν σε κάποιο χωριό ώστε να βρίσκονται κοντά στη φύση, να απομακρυνθούν από το καθημερινό άγχος και το στρες και να δημιουργήσουν.
Ένας από αυτούς είναι και ο κ. Μιχάλης, από την Πρασινάδα Δράμας. Ένα ορεινό χωριό μόλις 17 μόνιμων κατοίκων οι περισσότεροι εκ των οποίων όπως λέει ο ίδιος στα Μακεδονικά Νέα - mkdn.gr είναι άνω των 80 ετών.
Ήταν το 2020, την εποχή που κορονοϊός επέφερε τα απανωτά lockdown, όταν σε ηλικία 49 ετών, αποφάσισε μαζί με την οικογένειά του (τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη) να αφήσει τη Θεσσαλονίκη και τη μέχρι τότε εργασία του στο εμπόριο, να αφήσει επίσης το διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης και να εγκατασταθεί στη γραφική μεν, αλλά δύσκολα προσβάσιμη Πρασινάδα.
«Είχα κάνει μία νύξη στη σύζυγό μου να μετακομίσουμε και παλιότερα, αλλά ούτε πίεσα την κατάσταση ούτε τίποτα. Μέχρι το 2020 όταν η ίδια πήρε την απόφαση και μου είπε πάμε να ζήσουμε καλύτερα. Ήδη ο κορονοϊός και οι απανωτές καραντίνες είχαν επηρεάσει την επαγγελματική μου δραστηριότητα και καθημερινά βυθιζόμουν στο άγχος και στο στρες. Έτσι, δεν χρειάστηκε να πούμε περισσότερα. Τα μαζέψαμε και ήρθαμε εδώ» υπογραμμίζει ο ίδιος.
Και δεν το μετάνιωσε καθόλου. Σήμερα, ο κ. Μιχάλης είναι ο άνθρωπος του χωριού. Κύρια ασχολία τους περισσότερους μήνες, αποτελεί η υλοτομία, ενώ κάποιες άλλες μέρες απασχολείται ως υπεύθυνος συντήρησης στα φράγματα του Νέστου. Παράλληλα δε, όντας ο μικρότερος σε ηλικία άνδρας του μικρού χωριού προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, γεγονός που τον έχει μετατρέψει κυριολεκτικά στον άνθρωπο του χωριού, στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές.
«Προσπαθώ να κάνω ότι περνάει από το χέρι μου. Όταν η πλειοψηφία των 17 κατοίκων είναι άνω των 80 ετών είναι σημαντικό να μπορείς να προσφέρεις. Στο πλαίσιο αυτό, κάνω ό,τι μπορώ. Φτιάχνω πλυντήρια, φτιάχνω ψυγεία, κρατάω καθημερινά το εντευκτήριο του ποντιακού μας συλλόγου και κάνω καφέ καθημερινά για τουλάχιστον δύο άτομα, αλλά και για όποιον επισκέπτη περνάει από το χωριό και χρειαστεί οτιδήποτε. Έχω κάνει και το... ασθενοφόρο, ενώ κάποιες ώρες ασχολούμαι και με τα αγροτικά. Σωματικά μοιάζει κουραστικό, αλλά όταν είσαι κοντά στη φύση τα πάντα τα αντιμετωπίζεις διαφορετικά» τονίζει.
Εξίσου δύσκολα είναι τα πράγματα και για τη μικρή του κόρη, η οποία καθημερινά «κάνει 40 χιλιόμετρα πήγαινε - έλα με ταξί που ναυλώνει η Περιφέρεια, μέχρι την Χρυσούπολη προκειμένου να πάει σχολείο, όμως δεν μπορώ να μην το πω: πλέον μιλάμε για ένα παιδί διαφορετικό. Στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένα κορίτσι κλειστό, τώρα είναι εξωστρεφές, κοινωνικό, είναι η μασκότ του χωριού και αυτό είναι κάτι που δεν το αλλάζω με τίποτα. Δεν θα έλεγα όχι να έρθει και κάποιο άλλο παιδί για παρέα, ωστόσο και η ίδια δεν μπορεί να σκεφτεί την ζωή της στην πόλη και δεν θέλει με τίποτα να φύγει από εδώ, από το χωριό και από τη φύση για να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη».
Σε ερώτηση για το τι είναι αυτό που τον κρατάει στη γενέτειρά του ένα μικρό χωριό της ορεινής Δράμας, τονίζει χαρακτηριστικά πως «τα πάντα εδώ, είναι διαφορετικά και οι προτεραιότητές σου άλλες. Βοηθάς στον πρωτογενή τομέα, έρχεσαι σε επαφή με την φύση. Είναι εντελώς διαφορετικό να απολαμβάνεις τους καρπούς που βγάζει η γη με τους δικούς σου κόπους κι εντελώς διαφορετικό το άγχος της ουράς σε ένα σούπερ - μάρκετ. Τώρα που πλέον απολαμβάνει και η οικογένειά μου τη ζωή εδώ, γιατί αυτό ήταν το βασικό μου άγχος, δεν αλλάζω με τίποτα αυτόν τον τρόπο ζωής και προτρέπω και άλλους να το ακολουθήσουν. Σαφώς είναι δύσκολα, δεν λέω ότι όλα είναι εύκολα. Οι μετακινήσεις τον χειμώνα σε κακοτράχαλους δρόμους, οι έλλειψη ανθρώπων στην ηλικία σου, είναι εμπόδια. Αλλά η ποιότητα ζωής που έχεις σε ένα χωριό δεν ανταλάσσεται με τίποτα»,
Όσο για το αν θα επέστρεφε ξανά στη Θεσσαλονίκη ή σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη της χώρας, ο κ. Μιχάλης είναι κατηγορηματικός: «Όχι, με τίποτα δεν θα επέστρεφα σε αυτό το χάος. Σε αυτό το άγχος, στο στρες, στην αγωνία της καθημερινότητας. Εδώ, οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί αλλά τους κανονίζεις εσύ ανάλογα με τις ανάγκες σου. Και ειλικρινά δεν μας λείπει τίποτα. Τίποτα απολύτως».