mkdn.gr logo
mkdn.gr logo

Λαβράκι και τσιπούρα: Τα ελληνικά «διαβατήρια» για το Ηνωμένο Βασίλειο – Η μάχη στα ράφια για το μερίδιο αγοράς

Ακούστε το άρθρο 8'
12.06.2025 | 00:01
Η αγορά ιχθύων και θαλασσινών στο Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί σταθερή δυναμική, αποτελώντας έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς της διατροφικής κατανάλωσης της χώρας. Παρά την παραδοσιακή ναυτική και αλιευτική της κληρονομιά, η εγχώρια παραγωγή ιχθύων και θαλασσινών δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση.

Ενδεικτικά, περίπου το 67% των προϊόντων που καταναλώνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι εισαγόμενα, καθιστώντας τη χώρα μία από τις μεγαλύτερες αγορές εισαγόμενων θαλασσινών διεθνώς.

Η κατανάλωση ιχθυηρών μοιράζεται ισόρροπα μεταξύ οικιακής και εξωτερικής χρήσης. Στα νοικοκυριά προτιμώνται προϊόντα φρέσκα ή απλώς ψυγμένα, ενώ στα εστιατόρια -και ιδίως στα παραδοσιακά fish & chips- κυριαρχούν τα επεξεργασμένα και τηγανισμένα προϊόντα. Στην κορυφή των προτιμήσεων των Βρετανών καταναλωτών βρίσκονται ο σολομός, ο γάδος και ο τόνος, ωστόσο αυξανόμενο ενδιαφέρον παρατηρείται και για το λαβράκι και την τσιπούρα, όπου η Ελλάδα διατηρεί ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία.

Το αποτύπωμα των ελληνικών εξαγωγών 

 

Η Ελλάδα έχει καταφέρει να διατηρήσει αξιοσημείωτη θέση στη βρετανική αγορά, κυρίως μέσω της εξαγωγής προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας υψηλής ποιότητας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) Λονδίνου, το 2024, οι ελληνικές εξαγωγές έφτασαν τα 10,82 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 9% σε σχέση με το 2023. Τα κύρια προϊόντα είναι το λαβράκι και η τσιπούρα, δύο είδη άμεσα συνδεδεμένα με την ελληνική παραγωγή και την αναγνωρισιμότητα της χώρας στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας.

Πιο συγκεκριμένα, το λαβράκι αντιπροσώπευσε εξαγωγές 5 εκατ. ευρώ, παρά τη μείωση 8% σε ετήσια βάση ενώ η τσιπούρα σημείωσε 2,63 εκατ. ευρώ, με αύξηση 29,7% σε σύγκριση με το 2023 και εντυπωσιακή άνοδο 662,7% σε βάθος πενταετίας. Παρόλο που οι ελληνικές εξαγωγές λαβρακιού κατέγραψαν πτώση, σε βάθος πενταετίας το ποσοστό αύξησης αγγίζει το 478,7%.

Η Ελλάδα παραμένει ο δεύτερος προμηθευτής λαβρακιού στο Ηνωμένο Βασίλειο με μερίδιο 10,99% και ισχυρός παίκτης στην τσιπούρα, με μερίδιο 9,93%. Το ελληνικό πλεονέκτημα έγκειται στην υψηλή αναγνωρισιμότητα και την καλή φήμη των προϊόντων της, τα οποία στοχεύουν κυρίως σε καταναλωτές ανώτερου εισοδηματικού επιπέδου και σε αγορές που δίνουν έμφαση στην προέλευση και την ποιότητα. Είναι αξιοσημείωτο, ακόμη ότι οι ελληνικές εξαγωγές ιχθύων και θαλασσινών σημείωσαν την περίοδο 2020-2024 τη μεγαλύτερη αύξηση, μετά τη Νορβηγία, της τάξεως 232%. Παρόμοια την ίδια περίοδο, η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στις εξαγωγές τσιπούρας καταλαμβάνοντας ποσοστό πάνω από το ήμισυ των συνολικών εισαγωγών (52,35%), με δεύτερη την Ιαπωνία και τρίτη την Τουρκία (21,57% και 19,10%, αντίστοιχα). 

Στον αντίποδα, η Τουρκία φαίνεται να κυριαρχεί στην αγορά, τόσο σε όρους όγκου όσο και σε αξία εξαγωγών. To 2024 οι τουρκικές εξαγωγές λαβρακιού έφτασαν τα 35,34 εκατ. ευρώ, καταλαμβάνοντας το 77,5% της αγοράς και στην τσιπούρα, κατέχει το 85,8% της αγοράς με εξαγωγές αξίας 22,7 εκατ. ευρώ. Η συγκριτική αποτύπωση είναι χαρακτηριστική, ενώ η Ελλάδα διατηρεί μερίδια κοντά στο 10% σε κάθε κατηγορία, η Τουρκία ελέγχει πάνω από τα τρία τέταρτα της αγοράς, σε ορισμένες περιπτώσεις προσεγγίζοντας ακόμη και το 86%. Η διαφορά εξηγείται κυρίως λόγω της μεγάλης κλίμακας παραγωγής της Τουρκίας, των χαμηλότερων τιμών και της ευελιξίας στη διαχείριση μαζικών παραγγελιών για τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής και χονδρικής του Ηνωμένου Βασιλείου. Παράλληλα, η Γαλλία και η Ισπανία διατηρούν αμφότερες μικρό ρόλο στην αγορά τσιπούρας, με πολύ μικρότερες αξίες και όγκους εξαγωγών σε σύγκριση με την Ελλάδα και την Τουρκία. 

Κατανάλωση και τάσεις αγοράς 

 

Η συνολική κατανάλωση ιχθυηρών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει παρουσιάσει ελαφρά πτωτική τάση σε όρους όγκου λόγω της αύξησης του κόστους ζωής. Το 2023, η συνολική κατανάλωση έφτασε τα 156,6 γραμμάρια ανά άτομο την εβδομάδα, μειωμένη κατά 3,9% σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, η αξία της αγοράς αυξήθηκε λόγω της ανόδου των τιμών, φτάνοντας τα 4,3 δισ. λίρες στη λιανική αγορά.

Οι Βρετανοί καταναλωτές επιδεικνύουν σταθερό ενδιαφέρον για προϊόντα υψηλής ποιότητας και προέλευσης, ενώ αυξάνεται η ζήτηση για έτοιμα γεύματα και επεξεργασμένα προϊόντα λόγω ευκολίας. Επίσης, η στροφή προς τα προϊόντα φρέσκιας συντήρησης και τα χαμηλότερου κόστους γεύματα παραμένει έντονη, λόγω της πίεσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Το Brexit ωστόσο έχει προσθέσει δυσκολίες για τις εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εφαρμογή του Border Target Operating Model (BTOM) και οι νέες απαιτήσεις σε θέματα υγειονομικών ελέγχων, πιστοποιητικών και δηλώσεων έχουν αυξήσει το κόστος και τη γραφειοκρατία για τους εξαγωγείς. Ειδικά για προϊόντα όπως τα φρέσκα αλιεύματα και τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας, οι νέοι έλεγχοι είναι αυστηροί και απαιτούν συμμόρφωση με υψηλά πρότυπα υγιεινής και ασφάλειας.

Για τα ελληνικά προϊόντα, που συνδέονται με την ποιότητα και την τήρηση αυστηρών προδιαγραφών, η προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις θεωρείται, όμως, εφικτή. Ωστόσο, απαιτείται επαγρύπνηση και συνεχής επένδυση τόσο στη διαδικασία συμμόρφωσης όσο και στην ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με τις μεγάλες αλυσίδες διανομής της χώρας.

Η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου για τα ελληνικά ιχθυηρά προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε τμήματα που εκτιμούν την ποιότητα και την αυθεντικότητα. Παρότι οι όγκοι παραμένουν μικρότεροι συγκριτικά με την Τουρκία, το ισχυρό brand της ελληνικής προέλευσης μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης.

Σε ένα περιβάλλον όπου η προέλευση, η ασφάλεια τροφίμων και η βιωσιμότητα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, τα ελληνικά ιχθυηρά έχουν όλα τα εφόδια για να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο σε μία από τις πλέον ανταγωνιστικές αγορές της Ευρώπης, με δεδομένο το αυξανόμενο ενδιαφέρον των καταναλωτών για προϊόντα με αυθεντική προέλευση και υψηλές προδιαγραφές. 

Δήμητρα Τάγκα

Tελευταίες Ειδήσεις