Το Φεστιβάλ Επταπυργίου παρουσιάζει δύο «Βραδιές ποίησης και μουσικής» (30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου), που οδηγούν τον λόγο του Λόρκα σε μία ζωντανή συνομιλία με το σήμερα.
Η Μαρία Φαραντούρη και ο Μανώλης Μητσιάς θα ερμηνεύσουν ποιήματα μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Χρήστο Λεοντή, τον Μάνο Χατζιδάκι συνοδεία 22 μουσικών και 3 χορευτών. Μαζί τους η ερμηνεύτρια Μέλα Γεροφώτη. Στις αφηγήσεις και απαγγελίες ο Γρηγόρης Βαλτινός.
Η πρόεδρος και καλλιτεχνική διευθύντρια του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Άννα Μυκωνίου, που υπογράφει τα κείμενα και τη λογοτεχνική μελέτη, μας μίλησε για τη σημασία της ποίησης του Λόρκα σήμερα και την πρόκληση να τη ζωντανέψουν στη σκηνή.
Η Άννα Μυκωνίου
Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου
-Επιστροφή στον Λόρκα. Τι ανακαλύψατε αυτή τη φορά μελετώντας το έργο του που ίσως δεν είχατε προσέξει παλιότερα;
Κάθε φορά που επιστρέφω στο έργο του Λόρκα, νιώθω πως ανοίγει μπροστά μου μια καινούργια πύλη. Αυτή τη φορά, μελετώντας τη βιογραφία του και τον τρόπο που η ποίηση του συνομιλεί με τη θεατρική του γραφή, ανακάλυψα κάτι πιο υπόγειο, πιο προσωπικό: τη βαθιά μοναξιά που διατρέχει τον λόγο του. Όχι τη μοναξιά της απομόνωσης, αλλά τη σιωπηλή, υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου που δεν βρίσκει χώρο να χωρέσει. Μέσα από την προετοιμασία της παράστασης, συνειδητοποίησα πόσο αισθησιακή -και ταυτόχρονα τρυφερή- είναι η ποίησή του. Πόσο ο έρωτας κι ο θάνατος δεν στέκουν αντίθετοι, αλλά συνυπάρχουν με έναν μυστηριακό τρόπο. Και κάτι ακόμη: φέτος ένιωσα πιο καθαρά το ντουέντε, αυτή τη μυστήρια, σκοτεινή ενέργεια που δεν εξηγείται, αλλά υπάρχει. Σαν ρίζα που ανεβαίνει από τα πόδια στο στόμα. Το ντουέντε προσπαθούμε να μεταδώσουμε και στη σκηνή – όχι με θεατρικά τεχνάσματα, αλλά με αλήθεια, πάθος και σεβασμό. Ο Λόρκα πάντα είχε φως. Τώρα, τον είδα και μες στο σκοτάδι του – και εκεί έγινε ακόμα πιο ανθρώπινος.
Η παράσταση που στήνουμε με τον Θανάση Κολαλά -εγώ υπογράφω τα κείμενα και εκείνος τη σκηνοθεσία- στηρίχτηκε σε μια εξαιρετική ομάδα καλλιτεχνών: Ο Μανώλης Μητσιάς και η Μαρία Φαραντούρη, εμβληματικές φωνές, έχουν συνδεθεί ουσιαστικά με τη μελοποιημένη ποίηση και ειδικά με τον Λόρκα. Η παρουσία τους προσφέρει όχι μόνο καλλιτεχνική ποιότητα, αλλά και πολιτισμικό βάθος. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, με τη λιτή και επιβλητική του αφήγηση, ερμηνεύει τα βιογραφικά και αφηγηματικά μέρη με ακρίβεια, μέτρο και υποβλητικότητα, ενώ η Μέλα Γεροφώτη δίνει φωνή στη γυναικεία πλευρά του λορκικού σύμπαντος, με ευαισθησία και εσωτερική ένταση.
Κομβικό ρόλο στη σκηνική σύνθεση είχε ο Ανδρέας Ανδρουλιδάκης, που υπογράφει τις ενορχηστρώσεις. Η ερμηνεία της Jovenata Ensemble, υπό τη διεύθυνση της Safira Antzus Ramos, πλαισιώνει την παράσταση με υψηλό επίπεδο τεχνικής και έκφρασης. Η χορωδία Voci Conta Tempo, υπό τη διεύθυνση της Σοφίας Γιολδάση, λειτουργεί ως πολυφωνικός σχολιαστής και εσωτερική φωνή του έργου. Συμμετέχουν επίσης τρεις χορευτές, που σωματοποιούν τη λορκική ένταση. Τις χορογραφίες υπογράφει ο Κωνσταντίνος Καφαντάρης αποδίδοντας τα υπόγεια στρώματα του λόγου.
Τέλος η καλλιτεχνική επιμέλεια του Θανάση Κολαλά διαμόρφωσε την αισθητική και δραματουργική συνοχή, ενώ, ο ίδιος, με σκηνοθετική λεπτότητα και σεβασμό στο υλικό, έπλεξε όλα τα στοιχεία σε μια παράσταση ατμοσφαιρική, λιτή και φορτισμένη. Η παράσταση στηρίχτηκε στη συνεργασία, την εμπιστοσύνη και την κοινή ανάγκη να ειπωθεί ο Λόρκα ζωντανά — ως ένας ποιητής που εξακολουθεί να μας αφορά.
-Θεωρείτε ότι η ελληνική ψυχή βρίσκει κάτι δικό της στον ανδαλουσιανό κόσμο του Λόρκα;
Ναι, το πιστεύω. Ο Λόρκα, παρότι γεννημένος στην Ανδαλουσία, κουβαλά έναν κόσμο που είναι συγγενής με τον δικό μας. Ίσως γιατί κι εμείς κι εκείνος, μεγαλώσαμε με το φως, την καλοκαιρινή κάψα και τη σκόνη, το τραγούδι και τη σιωπή, τον έρωτα και το πένθος, τόσο κοντά το ένα στο άλλο. Υπάρχει κάτι μεσογειακό, σπαρακτικά οικείο στον τρόπο που ο Λόρκα μιλά για τη μοίρα, τον θάνατο, τον ανομολόγητο έρωτα. Η ελληνική ψυχή αναγνωρίζει τον λορκικό κόσμο σαν δικό της: στις μάνες που σωπαίνουν, στις κόρες που πνίγονται στα «πρέπει», στα αγόρια που ονειρεύονται ελευθερία. Η Ανδαλουσία του Λόρκα δεν μας είναι ξένη. Οι Έλληνες συνθέτες τον αγκάλιασαν τόσο φυσικά, τα λόγια του τραγουδήθηκαν σαν να είχαν γραφτεί στα ελληνικά. Ο Λόρκα έγινε "δικός μας" χωρίς να χάσει τίποτα από την ανδαλουσιανή του ταυτότητα. Ίσως γιατί η ποίηση, όταν είναι αληθινή, δεν έχει πατρίδα – μόνο καρδιά. Και η ελληνική καρδιά, ξέρει από φλόγες σαν του Λόρκα.
-Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη λογοτεχνική επιλογή και τη σύνθεση των αποσπασμάτων της παράστασης;
Το να βρω τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον σεβασμό προς το πρωτογενές λογοτεχνικό υλικό και την ανάγκη να δημιουργηθεί μια ενιαία, ζωντανή θεατρική αφήγηση. Ο Λόρκα είναι ένας κόσμος ολόκληρος – σκοτεινός, ερωτικός, πολιτικός, ποιητικός. Δεν μπορείς να τον «χωρέσεις»· μπορείς μόνο να τον πλησιάσεις με σεβασμό. Έπρεπε να διαλέξω ποια πλευρά του θα φωτιστεί χωρίς να προδώσω την πολυφωνία του: τον έρωτα, τη γυναίκα, τη μνήμη, τη σιωπή, την εξέγερση. Διάλεξα αποσπάσματα όχι μόνο για την ομορφιά τους, αλλά για τη δραματουργική τους δύναμη – για το πώς συνομιλούν μεταξύ τους, πώς ανοίγουν μια πορεία συναισθημάτων που έχει αρχή, κορύφωση και λύτρωση. Η σύνθεση των αποσπασμάτων ήταν σαν να έστηνα μια εσωτερική σκηνή, όπου ο ίδιος ο Λόρκα μιλά μέσα από πολλαπλές φωνές – και το νήμα ανάμεσά τους είναι η αλήθεια του.
-Πώς αποφασίσατε να δώσετε έμφαση στη γυναικεία φωνή στο έργο του Λόρκα;
Δεν ήταν απλώς καλλιτεχνική απόφαση – ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Οι γυναίκες του Λόρκα δεν είναι «ρόλοι»· είναι φωνές που κουβαλούν σιωπές, απωθημένες επιθυμίες, βουβή εξέγερση. Είναι ψυχές που πνίγονται κάτω από κοινωνικούς ρόλους, σε σπίτια-φυλακές, σε χωριά που ορίζουν τη μοίρα τους, πριν ακόμα γεννηθούν. Και όμως, αυτές οι γυναίκες έχουν μια σχεδόν ιερή δύναμη: επιμένουν να ποθούν, να ονειρεύονται, να γκρεμίζουν τοίχους. Σήμερα, αυτές οι φωνές είναι επίκαιρες και αναγκαίες. Σε έναν κόσμο που ακόμα προσπαθεί να συμφιλιώσει το δικαίωμα στην επιθυμία με την ηθική επιβολή, η φωνή της Γέρμα, της Αντέλα, της Μπελίσα, έρχεται να μας θυμίσει ότι το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να ζεις αληθινά, ελεύθερα. Η επιλογή στην παράσταση ήταν μια απόπειρα να ακούσουμε ξανά αυτές τις γυναίκες, όχι ως «τραγικά πρόσωπα», αλλά ως σύγχρονα σύμβολα. Να τις δούμε με μια σιωπηλή υπόσχεση: ότι θα φτιάξουμε έναν κόσμο όπου αυτές οι φωνές δεν θα χρειάζεται πια να ουρλιάζουν για να ακουστούν.
-Ποιος είναι ο ρόλος των ενορχηστρώσεων του Μανόλη Ανδρουλιδάκη στη συνολική αφήγηση;
Είναι οργανικό κομμάτι της αφήγησης, ένας αφανής «αφηγητής» που συνομιλεί με τον λόγο του ποιητή. Η δουλειά του Ανδρουλιδάκη είναι εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη, με ευφυΐα και ευαισθησία. Προσθέτει συναίσθημα, στολίζει τον λόγο – τον φωτίζει εκ των έσω. Ο τρόπος που ντύνει τις μελοποιήσεις αλλά και τις αφηγήσεις, με ήχο άλλοτε διάφανο και άλλοτε σκοτεινό, λειτουργεί σαν συναισθηματικός καθρέφτης του Λόρκα. Έτσι, η μουσική δεν είναι φόντο· είναι μνήμη, υπόγειο σχόλιο, αναπνοή της ποίησης.
-Εντέλει τι πιστεύετε ότι κάνει το έργο του Λόρκα διαχρονικό;
Η ένταση, η εσωτερική φλόγα, η αλήθεια του. Και η αλήθεια, όταν ειπωθεί με ποίηση και θάρρος, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Ο Λόρκα μιλά για πράγματα που μας αφορούν: τον έρωτα που δεν είναι αποδεκτός, τη γυναίκα που ασφυκτιά, τον άνθρωπο που παλεύει να είναι ο εαυτός του σε έναν κόσμο που τον καταπνίγει. Το έργο ξεπερνά την εποχή και τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε και αγγίζει κάτι πανανθρώπινο: την ανάγκη του ανθρώπου να ζήσει με πάθος, να διεκδικήσει την ελευθερία του και να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, ακόμη κι όταν όλα γύρω του τον καλούν να σωπάσει. Ίσως αυτό είναι, τελικά, το πιο διαχρονικό του στοιχείο: ότι μας θυμίζει ποιοι είμαστε – ή ποιοι θα θέλαμε να είμαστε – όταν όλα τα άλλα σωπάσουν.
-Μπορεί η ποίηση να «μιλήσει» στο σημερινό κοινό; Ποια θα λέγατε ότι είναι η δύναμή της;
Ναι, αρκεί να της δώσουμε τον κατάλληλο χώρο και πλαίσιο. Αν και ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχείται από την εικόνα, η ποίηση διατηρεί την ικανότητα να συμπυκνώνει το ανθρώπινο βίωμα με ακρίβεια, ευαισθησία και στοχασμό. Δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις, αλλά ενεργοποιεί τη σκέψη και το συναίσθημα. Καλλιεργεί την ενσυναίσθηση, δημιουργεί συνδέσεις πέρα από τον ορθολογισμό, συχνά αποτυπώνει με τον πιο άμεσο τρόπο τις υπαρξιακές και κοινωνικές ανησυχίες μιας εποχής. Επιπλέον, η ποίηση μπορεί να ανανεώνεται διαρκώς, και να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ειδικά όταν παρουσιάζεται με τρόπο ζωντανό – όπως στη σκηνή, με το θέατρο ή τη μουσική – μπορεί να ξανασυστήνει το ποιητικό κείμενο στο σύγχρονο ακροατήριο. Σε μια εποχή που ο δημόσιος λόγος τείνει να γίνεται επίπεδος και εργαλειακός, η ποίηση υπενθυμίζει την αξία της εσωτερικότητας, της σύνθετης σκέψης και της πολιτισμικής μνήμης. Γι’ αυτό και παραμένει επίκαιρη.