Στρογγυλά τραπέζια οργανοποιίας, σεμινάρια από μουσικούς, συζητήσεις και ομιλίες σχετικά με την ιστορία του Ρεμπέτικου, προβολές ντοκιμαντέρ, παρουσιάσεις βιβλίων και συναυλίες με θρυλικούς δίσκους, που άφησαν εποχή στο ελληνικό πεντάγραμμο και πάνω από όλα στην ελληνική ψυχή.
«Η Γλυκερία στην Όμορφη Νύχτα», «Μαρίκα Νίνου, σαν άστρο εβασίλεψα», «Οι πρωταγωνιστές της Θεσσαλονίκης» και ο εμβληματικός δίσκος του Γιώργου Νταλάρα «50 χρόνια Ρεμπέτικο» μερικές από τις συναυλίες που περιλαμβάνονται στο ΦΛΚ, το οποίο πραγματοποιείται 9-11 Μαΐου στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Με αφορμή την εκδήλωση ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας, τραγουδοποιός και καθηγητής στο τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δημήτρης Μυστακίδης αφηγείται στα Μακεδονικά Νέα πως προέκυψε η ιδέα για την «γιορτή λαϊκής κιθάρας», πως καθιερώθηκε στην πολιτιστική ατζέντα της πόλης, ενώ παράλληλα εξηγεί γιατί το Ρεμπέτικο και το Λαϊκό τραγούδι είναι πάντα επίκαιρα και σημερινά.
Συνέντευξη του Δημήτρη Μυστακίδη στην Αναστασία Κοσμίδου
Πώς προέκυψε η ιδέα ή η ανάγκη για τη δημιουργία του Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας, τι εμπόδια αντιμετωπίσατε και πώς κατάφερε να καθιερωθεί στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης;
Η ιδέα προέκυψε μετά την καραντίνα, καθώς μέσα στην καραντίνα ξεκινήσαμε τη διαδικασία μέσω του πανεπιστημίου όπου διδάσκω για να ενταχθεί η λαϊκή κιθάρα στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά και γνωρίστηκα με τους ανθρώπους εκεί στη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού γιατί δουλέψαμε πολύ καιρό μαζί για να καταφέρουμε αυτό το πράγμα, με απώτερο σκοπό βέβαια να αναγνωριστούν και τα λαϊκά όργανα επίσημα από το κράτος. Αφού έγινε λοιπόν αυτό και βγήκαμε από την καραντίνα σκέφτηκα να προσπαθήσω να καθιερώσω αυτό το φεστιβάλ, ώστε να γίνεται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Ένας βασικός παράγοντας ήταν ότι ήθελα να το κάνω στη μνήμη του Γιώργου Τσαλαμπούνη συμμαθητή και αγαπημένου μου φίλου ο οποίος σκοτώθηκε. Έκανα την πρόταση στη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που κάνει κάποιες δράσεις για όλα τα στοιχεία που έχουν μπει στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά, μας χρηματοδότησαν την πρώτη φορά και έτσι ξεκινήσαμε να το στήσουμε. Γενικά δεν συνάντησα δυσκολίες, σε όσους ζήτησα τη βοήθειά τους μου την έδωσαν. Είναι λίγα τα χρήματα του προϋπολογισμού αλλά προσπαθούμε με αυτά να βγάλουμε ένα αξιόλογο πρόγραμμα.
Ποιος ο στόχος του Φεστιβάλ; Πού απευθύνεται; Είναι τόπος συνάντησης μουσικών ή είναι γενικότερα ανοιχτό σε όσους αγαπούν τη μουσική, γιατί είδαμε στο πρόγραμμα να συμμετέχουν καλλιτέχνες της ροκ σκηνής οι οποίοι δεν συνδέονται άμεσα με το ρεμπέτικο;
Όλοι έχουν σχέση με το είδος, δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει σχέση με το είδος. Αφορά όλον τον κόσμο, όχι μόνο τους μουσικούς. Αφορά τους απλούς ακροατές, αυτούς που αγαπάνε τη μουσική και το ρεμπέτικο γιατί το πρόγραμμα κάθε χρόνο έχει έναν κεντρικό θεματικό άξονα και οι επόμενες χρονιές λειτουργούν συμπληρωματικά στο προηγούμενο. Δηλαδή προσπαθούμε να μην επαναλάβουμε τίποτα από τα προηγούμενα χρόνια. Γιατί ούτως ή άλλως η λαϊκή μουσική είναι πολυσήμαντο πράγμα, δεν είναι ένα. Και προσπαθούμε να το αγγίξουμε σε όλες του τις εκφάνσεις. Κι επειδή θεωρούμε ότι είναι ζωντανή μουσική παράδοση, δηλαδή δημιουργείται και τώρα, έχουμε και θεματικές που αφορούν τους σύγχρονους μουσικούς. Όπως για παράδειγμα τα πνευματικά δικαιώματα, οι ψηφιακές πλατφόρμες, η διανομή της μουσικής. Σύγχρονοι μουσικοί είναι κι αυτοί. Οπότε αυτό που θεωρείται ότι δεν υπάρχει σύνδεση, για παράδειγμα στον Αγγελάκα και τον Σαδίκη, έχουν άμεση σύνδεση, ο ένας στιχουργικά, ο άλλος μουσικά και συγχρόνως και στα δύο. Αλλά αυτό θα το αφήσω να το συζητήσουμε στο τραπέζι. Δεν υπάρχει μουσικός που να μην είναι επηρεασμένος από αυτήν τη μουσική.
Κατά κάποιο τρόπο, μέσα από το ΦΛΚ δίνεται και άλλη διάσταση στην κιθάρα, την οποία τις περισσότερες φορές την συναντάμε ως συνοδευτικό όργανο σε ορχήστρες. Και μέσα από αυτή την ανάδειξη γίνεται πρωταγωνίστρια...
Ένας από τους ρόλους που είχε η λαϊκή κιθάρα ήταν αυτός (σ.σ. η μελωδία) αλλά δεν ήταν ο κυρίαρχος. Ο κυρίαρχος ρόλος είναι η συνοδεία στη λαϊκή μουσική. Απλά εμείς τη χρησιμοποιήσαμε καθ’ υπερβολήν για να δείξουμε τη σημασία του οργάνου.
Κεφάλαιο: Ρεμπέτικο. Πολλοί βιάστηκαν κατά καιρούς να πουν ότι «έσβησε». Το είδαμε να κάνει κύκλους και να ανανεώνεται μέσα στα χρόνια της ελληνικής δικογραφίας, από τη μία με επανεκτελέσεις που έδωσαν άλλη διάσταση στο είδος και από την άλλη με νέα τραγούδια από καλλιτέχνες που έχουν σαφείς επιρροές από το είδος. Πού οφείλεται αυτή η σύνδεση του ελληνικού μουσικού κοινού με το Ρεμπέτικο;
Καταρχήν το Ρεμπέτικο είναι μια λαϊκή μουσική. Δηλαδή μια μουσική που ξεπήδησε από τον λαό και τις ανάγκες του. Οπότε δεν μπορεί να μην είναι συνδεδεμένη με τον ελληνικό λαό. Και επειδή είναι αληθινή γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από το προσκήνιο. Μπορεί να κάνει κύκλους, μπορεί να χάνει την πρωτοκαθεδρία αλλά κάποια στιγμή θα επανέλθει γιατί είναι αληθινή πραγματική αξία.
Και τα βιώματα στα οποία αναφέρεται, κατά κάποιον τρόπο επαναλαμβάνονται.
Δυστυχώς αυτό είναι μια αλήθεια. Θα μπορούσαν να μην επαναλαμβάνονται και να μην έχουμε να γράψουμε τραγούδια για παράδειγμα για τη φτώχεια. Αλλά δυστυχώς ακόμη γράφουμε τραγούδια για τη φτώχεια και το περιθώριο.
Και η Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με το Ρεμπέτικο είδος, λόγω της προσφυγικής της ιστορίας;
Δεν θα έλεγα ότι η Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με το είδος. Το έλεγε και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε αυτό που συνέβαινε στη δημιουργία. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από το παρελθόν, βλέπουμε και με τα θέατρα τι γίνεται, παίζουν όλα στην Αθήνα και κάποια παίζουν κι εδώ. Γίνεται κάτι γνωστό στην Αθήνα, γίνεται γνωστό κι εδώ. Δυστυχώς η Θεσσαλονίκη μόνο γεννάει ταλέντα και τα στέλνει στην Αθήνα. Πάντα αυτό γινότανε.
Έχει όμως ένα δικό της καλλιτεχνικό ταπεραμέντο. Μια δική της μουσική «χροιά» πέρα από την Αθηνοκεντρική μουσική βιομηχανία.
Η Θεσσαλονίκη φυσικά γεννάει. Γιατί έχει παρέες. Και οι παρέες κάνουν τα ωραία πράγματα αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν εδώ. Πρέπει πρώτα να πάνε αλλού και μετά να γυρίσουν εδώ ως επιτυχημένοι. Δεν τα στηρίζει η πόλη.