Ο Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ

«Το κοινό της Θεσσαλονίκης όχι μόνο γνωρίζει θέατρο, αλλά το αγκαλιάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον»

06.05.2025 | 13:15
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
/Lydia Georgana
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος επιστρέφει θεατρικά στη Θεσσαλονίκη με ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεώργιου Βιζυηνού, στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών στις 9, 10 και 11 Μαΐου.

Ο αγαπημένος ηθοποιός σκηνοθετεί τη θεατρική παράσταση και ερμηνεύει επί σκηνής τον ρόλο του Γιώργη, του ίδιου του συγγραφέα του υπέροχου αυτού διηγήματος.

Με αφορμή το συγκεκριμένο έργο, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος δεν δίστασε να μιλήσει στα Μακεδονικά Νέα για τους ανθρώπους και τα τραύματά τους, τον αντίκτυπο που έχουν στην καθεμία και στον καθένα, τις ιδιαιτερότητες του φιλοθεάμονος κοινού της Θεσσαλονίκης, την άνθιση της μυθοπλασίας στην ελληνική τηλεόραση αλλά και τα μελλοντικά του σχέδια για το θέατρο και όχι μόνο.

«Για ένα πράγμα που νιώθω έτσι ιδιαίτερα ικανοποιημένος, είναι στο ότι το κοινό προσλαμβάνει το κείμενο στην ολότητά του χωρίς κανένα πρόβλημα. Μπαίνει βαθιά στην ιστορία από την αρχή και δεν βγαίνει παρά μονάχα στο τέλος. Και αυτό συμβαίνει τόσο στους ενήλικους, όσο και στους ανήλικους θεατές. Ο Βιζυηνός δημιουργεί και εξιστορεί με γλωσσική ευφυΐα και θαυμαστή δραματουργική ικανότητα,  παρασύροντας μας  στον ψυχικό κόσμο της μητέρας του αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Με τέτοια καθαρότητα, με τέτοια πνευματική διαύγεια, που βιώνουμε σχεδόν κι εμείς, ως θεατές, κάτι από το παιδικό του τραύμα», σημείωσε μεταξύ άλλων.

Το κοινό μπαίνει βαθιά στην ιστορία από την αρχή και δεν βγαίνει παρά μονάχα στο τέλος

Κληθείς να σχολιάσει για τους θεατρόφιλους της Θεσσαλονίκης, ο κ. Γιαννακόπουλος επισήμανε: «Νομίζω πως το κοινό της Θεσσαλονίκης όχι μόνο γνωρίζει θέατρο, αλλά και το αγκαλιάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον. Τουλάχιστον αυτό έχω αποκομίσει εγώ όσες φορές έχω παίξει εδώ».

Μάλιστα, αποκάλυψε ότι στα μέσα Ιουνίου, θα κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες μια ταινία μεγάλου μήκους στην οποία πρωταγωνιστεί, με τίτλο “Super Story Market”. 

Διαβάστε αναλυτικά ολόκληρη τη συνέντευξη του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου στα Μακεδονικά Νέα:

 

Αναμφίβολα, «Το αμάρτημα της μητρός μου», συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πώς αποφασίσατε να ανεβάσετε τη συγκεκριμένη παράσταση; Τι είναι αυτό που σας έκανε να ξεχωρίσετε στο έργο;

Η σχέση μου με το έργο αυτό έχει ιστορία ετών. Για την ακρίβεια ξεκίνησε πριν 10 και πλέον χρόνια, όταν μου εμπιστεύτηκε τον ρόλο του Γιωργή, του ίδιου του Βιζυηνού δηλαδή, του αφηγητή και συγγραφέα του διηγήματος, ο Δήμος Αβδελιώδης.

Γνωστός απ' τις σπουδαίες ταινίες του, αλλά και από την ενασχόλησή του με την μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο θέατρο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε τις Μορφές από το έργο του Βιζυηνού με την Άννα Κοκκίνου. Η δουλειά που έγινε λοιπόν τότε στο κείμενο και τη διδασκαλία του, ήταν καθοριστική για μένα. Για την εισαγωγή μου στο υπέροχο σύμπαν του Βιζυηνού. Τότε δεν ήμουν μόνος μου στην σκηνή όπως τώρα. Υπήρχε και η σκηνική μου μητέρα. Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία, κράτησε σχεδόν δύο χρόνια, κι όταν τέλος πάντων τελείωσε, το κείμενο δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου. Συχνά πυκνά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, κι ενώ εμπλεκόμουν διαρκώς με καινούριες συνεργασίες και έργα, υπήρχε πάντα κάποια στιγμή που έλεγα -έτσι χωρίς λόγο- αποσπάσματα από το Αμάρτημα. Με ευχαριστούσε, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Μάλιστα κάθε φορά που γινόταν αυτό ανακάλυπτα διαρκώς καινούρια πράγματα. Όσο περνούσαν λοιπόν τα χρόνια αυτές οι ανακαλύψεις πλήθαιναν. Όπως και οι σκέψεις, πως αν έκανα το ρόλο σήμερα, θα τον προσέγγιζα τελείως διαφορετικά. Θα φώτιζα περισσότερα πράγματα, απ' όσα είχα φωτίσει παλαιότερα.

Κι αυτό δεν είχε να κάνει με την τότε συνεργασία μου με τον αγαπημένο Δήμο, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ καλή, αλλά με το δικό μου μεγάλωμα. Τα σπουδαία κείμενα είναι πάντα εκεί και σε περιμένουν. Εσύ μεγαλώνεις και τα αντιλαμβάνεσαι σε μεγαλύτερο βάθος. Έτσι λοιπόν είχα την ανάγκη να ασχοληθώ ξανά μ’ αυτό το κείμενο και μάλιστα με διπλή -αυτή τη φορά- ιδιότητα! Ασφαλώς κάτι τέτοιο, και δυσκολία είχε και κόπο. Αλλά όταν υπάρχει εσωτερική ανάγκη, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο που να μπορεί να τη σταματήσει.

Φωτογραφία: Apostolis Anastasopoulos
 

Με αφορμή το συγκεκριμένο έργο, έχετε σημειώσει -μεταξύ άλλων- ότι «ένα βαθύ τραύμα, δεν φεύγει ποτέ εντελώς. Μπορείς όμως να μάθεις να ζεις μ΄ αυτό. Κι αυτό είναι το θαύμα. Να θυμάσαι χωρίς φόβο και να ξεχνάς χωρίς ενοχή». Πιστεύετε ότι στη ζωή των ανθρώπων κάτι τέτοιο είναι εύκολο να επιτευχθεί; Τι ψυχικό κόστος μπορεί να έχει για την καθεμιά και τον καθένα μας αυτή η επίτευξη;

Κοιτάξτε, πιστεύω στον άνθρωπο και στις δυνάμεις που έχει μέσα του να ξεπερνά τα  εμπόδια και τις δυσκολίες που προκύπτουν στη ζωή  του. Τουλάχιστον αυτά που είναι στο χέρι του. Ας ξεκινήσουμε απ' αυτό. Γιατί νομίζω πως δεν υπάρχει ζωή χωρίς δυσκολίες. Και δεν υπάρχουν δυσκολίες που να τις ξεπερνά κανείς χωρίς κόπο. Άρα τίποτα δεν είναι εύκολο. Αλλά τίποτα δεν είναι και ανέφικτο. Κι εδώ για μένα είναι το θέμα. Να πιστέψει κανείς πως μπορεί να τα καταφέρει. Η πίστη είναι το κλειδί. Και είναι ταυτόχρονα μια έκκληση για βοήθεια που κάνει ο άνθρωπος στον βαθύτερο εαυτό του, στον Θεό, σ ένα αγαπημένο πρόσωπο. Όταν συμβαίνει αυτό, έχει κάνει το πρώτο και σημαντικότερο βήμα. Υπέρ της ζωής. Που συνεχίζει να τον ενδιαφέρει. Που δεν σταμάτησε, αλλά συνεχίζεται. Κι εκείνος, ακόμη κι αν είναι τραυματισμένος, θα σηκωθεί μαζί με τα τραύματά του να συνεχίσει τον δρόμο του. Στην αρχή ασφαλώς το τραύμα θα τον πονά πολύ. Αργότερα ολοένα και λιγότερο, ώσπου μετά από κάποιο διάστημα, θα είναι απλά θύμηση. Πως κάποτε είχε πληγωθεί. Δεν θα τον φοβίζει, όπως πριν. Ο φόβος δεν είναι παρά μια σκιά. Εξαρτάται από το πού έρχεται το φως, για το αν θα τη βλέπεις εμπρός σου, ή θα την αφήσεις πίσω σου. Αν η πορεία σου είναι προς το φως, η σκιά θα είναι πάντα πίσω από σένα. Δεν θα την βλέπεις. Και δεν θα σε φτάνει. Κανείς δεν είναι μαθημένος από πριν, ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που θα προκύψουν στη ζωή του. Αν διατηρήσει όμως μέσα του την πίστη και την αγάπη, τότε θα καταφέρει να συγχωρέσει. Και τους άλλους και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό είναι ας πούμε το γιατρικό στην τραυματισμένη ψυχή του. Κι αυτό, θα είναι το δικό του θαύμα. Θα 'χει τη δύναμη να θυμάται στιγμές που τον πλήγωσαν, χωρίς φόβο. Και να ξεχνά κάποιες άλλες, χωρίς ενοχή.

Μέσα από το έργο του, «Το αμάρτημα της μητρός μου», ο Γεώργιος Βιζυηνός πρωτοπορεί, καθώς για πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία, ανοίγεται ο κόσμος της ψυχής. Τι πέτυχε αυτός ο σπουδαίος λογοτέχνης με αυτήν του την πρωτοπορία;

Ίσως το βασικότερο. Να δημιουργήσει σκεπτόμενους αναγνώστες. Ή θεατές, για να έρθουμε στην δική μας περίπτωση, που συναισθάνονται τους ήρωες του έργου, που δεν κρίνουν αβίαστα πριν ακούσουν, πριν εξομολογηθούν. Που συγχωρούν και ανυψώνονται εν τέλει πνευματικά. Αυτό στην ελληνική διηγηματογραφία, δεν υπήρχε μέχρι τότε. Οι χαρακτήρες των διηγημάτων έμεναν στην στενή σφαίρα της ηθογραφίας. Και είναι λογικό να κάνει την αρχή αλλά και τη διαφορά ο Βιζυηνός. Διότι ήταν ο μόνος επιστημονικά, που είχε το υπόβαθρο. Είχε σπουδάσει ψυχολογία και φιλοσοφία στη Γερμανία, έχοντας τους καλύτερους δασκάλους πανευρωπαϊκά, για να μη πω παγκόσμια, εκείνη την εποχή. Αυτό όμως που είναι αξιοσημείωτο, είναι ότι το κάνει με πρόσωπα και καταστάσεις που δεν είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλλά με την ίδια του την οικογένεια. Κι αυτό θέλει ιδιαίτερο θάρρος.

Φωτογραφία: Alexandros Kaklamanos

Ποια ξεχωριστά στοιχεία θεωρείτε ότι διαθέτει η γραφή του Γεώργιου Βιζυηνού και κατά πόσο μπορεί να γίνει κατανοητός στη νέα γενιά, συγκριτικά με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο διδάσκεται στο Λύκειο;

Λοιπόν, σ’ αυτόν τον τομέα έχω αφιερώσει αρκετές ώρες μελέτης. Στο θέμα δηλαδή της πρόσληψης του κειμένου. Και για ένα πράγμα που νιώθω έτσι ιδιαίτερα ικανοποιημένος, είναι στο ότι το κοινό προσλαμβάνει το κείμενο στην ολότητά του χωρίς κανένα πρόβλημα. Μπαίνει βαθιά στην ιστορία από την αρχή και δεν βγαίνει παρά μονάχα στο τέλος. Και αυτό συμβαίνει τόσο στους ενήλικους, όσο και στους ανήλικους θεατές. Ο Βιζυηνός δημιουργεί και εξιστορεί με γλωσσική ευφυΐα και θαυμαστή δραματουργική ικανότητα, παρασύροντάς μας στον ψυχικό κόσμο της μητέρας του αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Με τέτοια καθαρότητα, με τέτοια πνευματική διαύγεια, που βιώνουμε σχεδόν κι εμείς, ως θεατές, κάτι από το παιδικό του τραύμα. Θα μου πείτε, θα έφτανε αυτό για να είναι κατανοητό σε όλους; Ίσως και να μην έφτανε εντελώς, δεν ξέρω. Γιατί είναι αναμφίβολα σημαντικό και το πώς εκφέρεται αυτή η γλώσσα, η μουσική της, οι ανάσες της. Ξέρετε, είναι σπάνιο πράγμα για έναν ηθοποιό, να έχει καθίσει ένα κείμενο μέσα του, τόσο πολύ καιρό, όπως έχει συμβεί με μένα. Γιατί όσο μεγαλώνει κανείς μαζί με το κείμενο, τόσο το θεωρεί πιο οικείο, τόσο αποστάζει την ουσία του. Κι αυτό είναι που προσωπικά, μου έδωσε τη δυνατότητα, να κινούμαι πλέον μέσα σ’ αυτό,  όπως κινείται στη θάλασσα ένας έμπειρος ψαράς με τη βάρκα του. Μην νομίζετε, κι εμείς σαν τους ψαράδες είμαστε. Δεν θέλουμε να ψαρεύουμε σε θολά νερά. Αν δεν σεβαστούμε τη θάλασσα, θα μας πνίξει. Γι’ αυτό νιώθω πως ο χρόνος μέτρησε σημαντικά στην περίπτωση μου. Η γλώσσα δεν με προβληματίζει, γιατί τα νοηματικά ζεύγη είναι σαφή μέσα στο μυαλό μου και κυρίως γιατί αντιλαμβάνομαι ποιες ψυχικές χορδές δονούν, κάθε φορά. Έτσι, όταν βρίσκομαι στη σκηνή, το μόνο που κάνω είναι ν' αφήνομαι κάθε φορά, σ’ ένα ψυχικό ταξίδι, με μοναδικό στόχο, τη χαρά του ταξιδιού. Στο τέλος αυτού του ταξιδιού, νιώθω έστω ένα χιλιοστό σοφότερος. Κι η χαρά διπλασιάζεται αφού στο ταξίδι αυτό, δεν είμαι μόνος.

Φωτογραφία: Apostolis Anastasopoulos

Κατά την πλοκή του διηγήματος, ο Πατριάρχης Ιωακείμ στην Κωνσταντινούπολη, συγχωρεί τη μητέρα του συγγραφέα, μετά την εξομολόγησή της. Όμως, η ίδια δεν φαίνεται να είχε την ίδια στάση απέναντι στον εαυτό της. Μάλιστα, είπε στον γιο της: «Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ 'μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του». Πιστεύετε ότι η αυστηρότητα με την οποία η μητέρα του Βιζυηνού αντιμετώπιζε τον εαυτό της, είχε βοηθητικό ρόλο στον ψυχισμό της; Στα μεγάλα λάθη του σήμερα, οι άνθρωποι είναι τόσο αυστηροί με τους εαυτούς τους;

Εδώ σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση, που δεν χωράει ούτε στο ελάχιστο στα στενά πλαίσια μια συνέντευξης σαν κι αυτή. Θα μπορούσαμε να μιλάμε πραγματικά πολύ ώρα γι αυτό. Δεν είναι τυχαίο δε, ότι  συμβαίνει στο τέλος του διηγήματος. Η ερώτηση σας είναι πολύ σημαντική ασφαλώς, γι’ αυτό θα προσπαθήσω όσο πιο ουσιαστικά και λιτά γίνεται να την απαντήσω.

Η μητέρα έχει εξ αρχής -και σ’ αυτό ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο και η εποχή που έζησε- μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Πιστεύει, έχει φόβο Θεού που λέμε, αλλά έχει και μια λανθασμένη, άστοχη αντίληψη για έναν Θεό τιμωρό. Αυτό δεν ισχύει στη χριστιανική θρησκεία. Της το εξηγεί πολύ καθαρά ο γιος της, αφού μάθει το τρομερό μυστικό της. Της λέει πως ο Θεός είναι ευσπλαχνικός. Δεν είναι εκδικητικός. Κρίνει με βάση τους διαλογισμούς και τις προθέσεις μας. Κι αυτό δείχνει σε τι πνευματικό επίπεδο βρίσκεται τη στιγμή εκείνη ο Βιζυηνός. Δεν στέκεται πλέον στο δικό του τραύμα που προήλθε απ' αυτήν, αλλά στο δικό της. Η μητέρα του από την άλλη, δεν είναι σε θέση να τον κατανοήσει πλήρως. Γιατί αλλιώς ερμήνευσε εκείνη τα γεγονότα της ζωής της. Ειδικά μετά τον θάνατο και της δεύτερης κόρης της. Εκεί για μένα είναι το λεπτό σημείο. Εκεί είναι που πιστεύει ακράδαντα πως ο Θεός την τιμωρεί. Ίσως αν το δεύτερο κορίτσι ήταν υγιές και ζούσε, οι λογισμοί της να ήταν διαφορετικοί. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Και δεν είναι ο μόνος ίσως θάνατος που βιώνει ως τιμωρία. Μετά το κορίτσι της, χάνει και τον άνδρα της. Έτσι είναι αδύνατον να κάνει άλλο κορίτσι. Γι’ αυτό και υιοθετεί. Αν μετά την δεύτερη υιοθεσία της, δεν είχε έρθει σε ρήξη με τα παιδιά της και ειδικά με τον Γιωργή, ίσως να μην είχε αποκαλύψει ποτέ τίποτα. Γιατί ο βαθύτερος λόγος που το κάνει, είναι για να συνεχίσει να υπάρχει ένα κορίτσι μέσα στο σπίτι, που να του δίνει όλη την φροντίδα της. Αυτή πιστεύει πως είναι η δοκιμασία που πρέπει να περάσει, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες της από τον Θεό.

Κι ενώ μετά την εξομολόγηση της στον Πατριάρχη, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι σ’ ένα βαθμό η μητέρα ανακουφίζεται, λίγη ώρα αργότερα, οι δεύτερες σκέψεις, την κυριεύουν ξανά. Σκέφτεται πως, όντας άτεκνος εκείνος, δεν είναι σε θέση να την καταλάβει και να της δώσει άφεση αμαρτιών. Όπως άτεκνος ήταν κι ο γιος της, ο Βιζυηνός. Μπορεί να μας φαίνεται παράλογη και υπερβολική μία τέτοια σκέψη, όμως τι μπορείς να πεις σ’ αυτήν τη μάνα, μ’ αυτήν την αβάσταχτη ενοχή; Σε οποιαδήποτε μάνα, στην οποία θα τύχει να συμβεί κάτι αντίστοιχο. Ακόμα και σήμερα. Ας φανταστούμε απλά τι θα περνούσε σήμερα μια μάνα, αν αποκάλυπτε δημόσια την περιπέτεια της. Και πόσο πρόθυμοι θα ήταν κάποιοι να την "σταυρώσουν" με τα σχόλια τους. Δεν φαίνεται να έχουμε προχωρήσει τόσο πολύ σ’ αυτά, όπως στις τεχνολογικές ανακαλύψεις. Η επιστήμη της ψυχολογίας έχει προχωρήσει, αλλά το ότι υπάρχουν σήμερα ψυχολόγοι, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πλέον ασθενείς. Τουναντίον. Ίσως η εποχή που ζούμε, να είναι ακόμα πιο πιεστική και επιθετική για την ψυχική μας υγεία. Τα μεγάλα λάθη, δεν μας έλλειψαν ποτέ. Αυτό που μας λείπει ακόμα και κάνει το έργο σύγχρονο κατά τη γνώμη μου, είναι η πνευματικότητα. Η μητέρα, είναι το τραγικό πρόσωπο σ’ αυτήν την ιστορία. Και δικαιολογεί απόλυτα και τον τίτλο του διηγήματος. Η μητέρα, λοιπόν, θα μείνει για πάντα αλύτρωτη. Γι’ αυτό το διήγημα τελειώνει στην ουσία με μια εκκωφαντική σιωπή. Αυτή που μας χρειάζεται για να νιώσουμε επιτέλους τον άλλον. Αυτή τη μάνα. Να νιώσουμε και τον βαθύτερο εαυτό μας, καθρεφτιζόμενοι μέσα της. 

Ποιες ιδιαιτερότητες διαθέτει το φιλοθεάμον κοινό της Θεσσαλονίκης; Θα λέγατε ότι οι θεατές εδώ επιδιώκουν μεγαλύτερη αμεσότητα στο θέατρο; Είναι περισσότερο απαιτητικοί από τους ηθοποιούς στο σανίδι;

Νομίζω πως το κοινό της Θεσσαλονίκης όχι μόνο γνωρίζει θέατρο, αλλά και το αγκαλιάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον. Τουλάχιστον αυτό έχω αποκομίσει εγώ όσες φορές έχω παίξει εδώ. Είτε παίζοντας σε πολύ μεγάλες παραγωγές και μεγάλα θέατρα της πόλης, είτε στα καλοκαιρινά της φεστιβάλ. Αν είναι περισσότερο απαιτητικοί με τους ηθοποιούς, δεν το γνωρίζω. Ακόμα κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καλά κάνουν. Ζητούν το καλύτερο. Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε κι αυτό που σας είπα πριν, ότι είναι γνώστες του καλού θεάτρου.

Όσον αφορά στην τηλεόραση, τα τελευταία χρόνια στη μικρή οθόνη παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ελληνικών τηλεοπτικών σειρών, αρκετές από τις οποίες σημειώνουν μεγάλη επιτυχία. Είχατε προτάσεις για να συμμετέχετε σε κάποιες από αυτές; Υπάρχει κάποια τηλεοπτική σειρά στην οποία θα θέλατε να πρωταγωνιστήσετε;

Ναι ευτυχώς, η τηλεόραση τα τελευταία χρόνια έχει ανεβάσει το επίπεδο, αλλά και το πλήθος των σειρών. Η ελληνική μυθοπλασία άρχισε επιτέλους να κερδίζει έδαφος. Ναι, είχα προτάσεις να συμμετέχω σ' αυτές. Σε κάποιες μπορούσα και το έκανα. Κάποιες δεν μ’ ενδιέφεραν, τις απέφυγα. Χαίρομαι, όμως, που συμμετείχα και στις Μέλισσες και στο Ποιος Παπαδόπουλος και στο Grand Hotel. Ήταν όλες σειρές καλογυρισμένες με αξιόλογους συναδέλφους απ' το θέατρο που δεν τους είχε συνηθίσει το κοινό στην τηλεόραση. Σε επίπεδο παραγωγής έχουν γίνει επίσης βήματα. Νομίζω οι ιθύνοντες των καναλιών πρέπει να τολμήσουν περισσότερο σε καινούριες ιδέες και σενάρια, αν θέλουμε να δούμε κάτι σύχρονο κι ελληνικό, που να μην είναι κόπια ενός ξένου φορμάτ.

Ποια είναι τα σχέδιά σας για το επόμενο διάστημα; Να σας περιμένουμε ξανά στη Θεσσαλονίκη; 

Στη Θεσσαλονίκη πάντα θα επιστρέφω.Την τελευταία φορά ήταν με την Παγίδα του Ρομπέρ Τομά στο Αριστοτέλειον. Τώρα με το Αμάρτημα της μητρός μου. Την επόμενη με κάτι άλλο. Είναι μια πόλη που αγαπώ. Όσον αφορά στα σχέδιά μου, αυτό που μπορώ να πω είναι πως στα μέσα Ιουνίου, θα βγει στις αίθουσες μια ταινία μεγάλου μήκους που έκανα πέρυσι. Θα λέγεται “Super Story Market” . Και μαζί με μένα πρωταγωνιστούν η Λίνα Σακκά, ο Περικλής Λιανός, η Ελένη Φίλιππα, η Ελένη Κόντη που έχει γράψει και το σενάριο, μαζί με πολύ καλούς νεότερους συναδέλφους, μουσική του Στάθη Δρογώση και σκηνοθεσία του Κριστιάν Νίρκα. Είναι μια ταινία με κοινωνικό πρόσημο ισχυρό και θέμα γνώριμο σε όλους μας. Τα υπόλοιπα στις αίθουσες. Όσον αφορά στο θέατρο δεν μπορώ να πω ακόμη. Ανεξαρτήτως όμως νέων συνεργασιών, νιώθω πως το Αμάρτημα της μητρός μου, θα έχει και τρίτη χρονιά.

 

 

Οι συντελεστές του έργου:

 

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Σκηνικά/ Κοστούμια: Πάρις Μέξης

Σχεδιασμός κίνησης: Βρισηίδα Σολωμού

Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα

Βοηθός φωτισμών: Ιφιγένεια Γιαννιού

Βοηθός Σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου

Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου

Video: Θάνος Μαργαρίτης

Γραφιστική επιμέλεια: xMx graphics 

Παραγωγή: Phronesis (AΜKE)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

 

Παρασκευή 9, Σάββατο 10 & Κυριακή 11 Μαΐου 2025 στις 9.00μ.μ. στο Μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών.

Τιμές εισιτηρίων:

 

Γενική Είσοδος: 14€

Μειωμένο: 12€

Διάρκεια παράστασης: 85λεπτά

Προπώληση: ntng.gr |more.com | 11876 | 

Πληροφορίες - κρατήσεις στο τηλέφωνο: 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ.

Γαβριήλ Χατζηνόπουλος