Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος για τους ευρωπαϊκούς εμφυλίους

Ακούστε το άρθρο 8'
03.05.2025 | 16:30
Οι εμφύλιοι πόλεμοι συγκλόνισαν κατ’ επανάληψη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα με την ένταση και με τη σφοδρότητά τους, πολλώ δε μάλλον που αποδείχθηκαν συχνά οδυνηρότεροι και πιο τραυματικοί από όσο οι πόλεμοι μεταξύ εθνών.

Γιατί άλλο να πολεμούν μεταξύ τους ξένοι στρατιώτες και άλλο να σπεύδουν να αλληλοεξοντωθούν άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια φυλή και στο ίδιο έθνος. Πώς, όμως, έχει αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος το ζήτημα των εμφυλίων και τι είδους συμπεράσματα έχουν βγάλει οι ταινίες του; Σε αυτό το ερώτημα απαντά το βιβλίο της Ευτυχίας Ράνιας Κοσμίδου (είναι λέκτορας στο τμήμα Film Production, στο Πανεπιστήμιο του Σάλφορντ, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, από το 2017) υπό τον τίτλο «Οι ευρωπαϊκοί εμφύλιοι πόλεμοι στον κινηματογράφο. Μνήμη, σύγκρουση και νοσταλγία». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Μωβ εκδόσεις σε μετάφραση Ραϋμόνδου Αλβανού, σε επιστημονική επιμέλεια και με εισαγωγή του Χρήστου Δερμεντζόπουλου και σε επίμετρο του Κωστή Κορνέτη.

Η Κοσμίδου βασίζεται στις έννοιες της συλλογικής και της πολιτισμικής μνήμης. Η πολιτισμική μνήμη εξαρτάται σύμφωνα με τον Jan Assmann από αλληγορίες και σύμβολα που έχουν σχέση με τον πολιτισμό, αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς από τη συλλογική μνήμη και είναι περισσότερο ευάλωτα στη δημόσια σφαίρα. Κρίσιμο ρόλο αναλαμβάνει εδώ και μια άλλη έννοια, η έννοια της μεταμνήμης, όπως την έχει θέσει η Marianne Hirsch, που φέρνει κοντά τη συλλογική με την πολιτισμική μνήμη, εστιάζοντας σε δευτερογενείς ανακλήσεις, σε ανακλήσεις προσώπων της δεύτερης γενιάς του Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος, ενεργοποιώντας όχι πλέον το βίωμα και την εμπειρία των παλαιότερων, αλλά τη φαντασία και την επινοητικότητα των μεταγενέστερων, οι οποίοι θεωρούν τα πράγματα και τις καταστάσεις από εύλογη απόσταση.

Το ερευνητικό πεδίο της Κοσμίδου είναι τέσσερις εμφύλιοι: ο ισπανικός (πριν από και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο), ο ιρλανδικός (πριν από και μετά τον Β’ Παγκόσμιο), ο γιουγκοσλαβικός (μετά τον Β’ Παγκόσμιο) και ο ελληνικός (μέσα στον και μετά τον Β’ Παγκόσμιο). Οι ταινίες οι οποίες έχουν καταγράψει αυτές τις συγκρούσεις είναι οι «Belle Époque» (1992) του Fernando Trueba, «Butterfly’ s Tongue» (1999) του Jose Luis Cuerda, «Land and Freedom» (1995) του Ken Loach, «Michael Collins» (1996) του Neil Jordan, «The Wind That Shakes The Barley» (2006) του Ken Loach, «Underground» (1995) του Emir Kusturitsa, «No Man’s Land» (2001) του Danis Tanovic και «Ο θίασος» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Οι Ισπανοί σκηνοθέτες Trueba και Guerda (είτε αμφότεροι είτε ξεχωριστά) χρησιμοποιούν παραστάσεις μεταμνήμης του παρελθόντος, καταφεύγουν στο καρναβαλικό στοιχείο, με τον κόσμο να γίνεται γελοιογραφία και να φέρνει τα κάτω επάνω, υποστηρίζουν έμμεσα, με κύματα νοσταλγίας και αναπόλησης, τους Δημοκρατικούς, παίζουν με τις σχέσεις των δύο φύλων και αναφέρονται με νόημα στο παρόν. Αντίθετα, ο Loach, όντας ένας ξένος για τον ισπανικό Εμφύλιο, αναδεικνύει τις ιδεολογικές αντιθέσεις των δύο παρατάξεων, δίνει χώρο στην αναρχική Αριστερά και θρηνεί για την πολιτική αποδυνάμωση των αριστερών ιδεών. Είναι επίσης ξένος στον πόλεμο καθολικών και προτεσταντών στην Ιρλανδία, κοιτάζοντας μελαγχολικά και εστιάζοντας εκ νέου στην αντιπαράταξη των διαφορετικών ιδεολογικών πεποιθήσεων. Τάσσεται με το μέρος της βίας πλην μαζί με τον Jordan, προτείνουν έναν ειρηνευτικό συμβιβασμό μολονότι οι ταινίες τους εντέλει θα εκφράσουν δυο αντικρουόμενες πολιτισμικές μνήμες για το ιρλανδικό ζήτημα. Από τη μεριά του, ο Kusturitsa θα εκφράσει τη δική του απογοήτευση από το γιουγκοσλαβικό ιδεώδες ενώ ο Tanovic, τονίζοντας τον παραλογισμό του εμφυλίου στη Βοσνία, συνταιριάζει το σατιρικό με το τραγικό στοιχείο, αποφεύγοντας να παροτρύνει τους θεατές να πάρουν θέση για τη σύγκρουση. Τέλος, ο Αγγελόπουλος μιλάει ευθέως για την ήττα της Αριστεράς και συνδυάζει το λαϊκό θέατρο της «Γκόλφως» του Περεσιάδη με τις αρχαίες τραγωδίες του Αισχύλου για να απεικονίσει την εμφυλιακή βία.

Ένα βιβλίο όπου η πολιτική ιστορία της νεότερης Ευρώπης συναντά την κινηματογραφική της ματιά για τους εμφυλίους και η κοινωνική και η πολιτισμική θεωρία αγκαλιάζει τη σκηνοθετική κουλτούρα και το βλέμμα της κάμερας σε μια αφήγηση που ενόσω μιλάει για την κινηματογραφική τεχνική, για τη μνήμη και για τον πολιτισμό δεν ξεχνά να δείξει τον θρήνο, τον οδυρμό και την καταστροφή όπου έχουν οδηγήσει όλοι οι εμφύλιοι.