Η συνταγµατική κατοχύρωσή τους από την ελληνική κυβέρνηση και η κύρωσή τους από το ƩτΕ σηµατοδοτεί µια ιστορική µεταρρύθµιση στον χώρο της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης.
Για δεκαετίες, η Ελλάδα αποτελούσε µια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου το Ʃύνταγµα επέτρεπε αποκλειστικά την παροχή ακαδηµαϊκής εκπαίδευσης από δηµόσια ιδρύµατα.
Από το συνταγµατικό αυτό δικαίωµα οδηγούµασταν ερµηνευτικά στη ρητή απαγόρευση της λειτουργίας ιδιωτικών ιδρυµάτων, που καθιστούσε τα δηµόσια πανεπιστήµια απόλυτο µονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση.
Με τη συνταγµατική αναθεώρηση του άρθρου 16 ανοίγει ο δρόµος για την ίδρυση πανεπιστηµίων που, υπό αυστηρή εποπτεία, θα λειτουργούν µε ιδιωτικά µέσα αλλά προς όφελος της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και της δηµόσιας εκπαιδευτικής αποστολής, επιφέροντας βαθιές τοµές προς την κατεύθυνση της ποιότητας, της εξωστρέφειας και της ελευθερίας επιλογών για τους νέους ανθρώπους.
Το ερώτηµα που τίθεται, εύλογα, από µεγάλη µερίδα της κοινωνίας είναι: Τι ακριβώς έχουµε να κερδίσουµε από την είσοδο των ιδιωτικών πανεπιστηµίων στην Ελλάδα; Πρόκειται για «παράδοση» της εκπαίδευσης σε ιδιώτες ή για µια αναγκαία προσαρµογή στη διεθνή πραγµατικότητα, που δεν καταργεί αλλά ενισχύει τον δηµόσιο χαρακτήρα της γνώσης;
Η απάντηση βρίσκεται στη µελέτη της εµπειρίας δεκάδων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, όπου δηµόσια και ιδιωτικά πανεπιστήµια συνυπάρχουν αρµονικά.
Η λειτουργία των ιδιωτικών ιδρυµάτων δεν έρχεται να υποκαταστήσει τα δηµόσια, αλλά να τα συµπληρώσει. Να προσφέρει επιλογές εκεί που σήµερα υπάρχουν αδιέξοδα. Να εισάγει ένα µοντέλο ευελιξίας, καινοτοµίας και άµεσης σύνδεσης µε την κοινωνία και την οικονοµία.
Ʃτη χώρα µας, η ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση είναι διαχρονικά ισχυρή. Και όµως, χιλιάδες νέοι κάθε χρόνο επιλέγουν να φοιτήσουν στο εξωτερικό, καταβάλλοντας δυσβάσταχτα δίδακτρα και επιβαρύνοντας τις οικογένειές τους, όχι γιατί η Ελλάδα δεν έχει καλούς ακαδηµαϊκούς, αλλά γιατί συχνά δεν έχει την ποικιλοµορφία, την εξειδίκευση ή την πρακτική κατεύθυνση που ζητούν. Αυτό το εκπαιδευτικό «συνάλλαγµα» φεύγει κάθε χρόνο από τη χώρα και µαζί του φεύγουν και τα πιο φιλόδοξα µυαλά της επόµενης γενιάς.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων µπορεί να λειτουργήσει ως αρωγός.
Οι φοιτητές θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να παραµείνουν στη χώρα τους και να σπουδάσουν σε προγράµµατα που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους.
Την ίδια στιγµή, η Ελλάδα µπορεί να καταστεί ελκυστικός προορισµός για ξένους φοιτητές, ιδιαίτερα από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια ή και τη Μέση Ανατολή.
Το γεγονός αυτό δηµιουργεί µια σηµαντική προοπτική για την αναβάθµιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος και την ενίσχυση του διεθνούς του ρόλου.
Και όλα αυτά δεν είναι σενάρια θεωρητικά.
Είναι η πραγµατικότητα δεκάδων πανεπιστηµιακών συστηµάτων διεθνώς, όπως στη Γερµανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Ιταλία, όπου δηµόσια και ιδιωτικά ιδρύµατα συνυπάρχουν, αξιολογούνται, ελέγχονται και προσφέρουν εναλλακτικές στους πολίτες, χωρίς ταξικούς αποκλεισµούς, αλλά µε κριτήρια αριστείας και κοινωνικής υπευθυνότητας.
Ʃτην Ελλάδα του 2025, όπου η τεχνολογική επανάσταση απαιτεί ευέλικτα και γρήγορα αντανακλαστικά στην εκπαίδευση, δεν είναι πλέον λογικό η χώρα να εµµένει σε µονοδιάστατα µοντέλα.
Χρειαζόµαστε περισσότερα εργαλεία, όχι λιγότερα! Περισσότερες λύσεις, όχι λιγότερες επιλογές!
Το µέλλον της ελληνικής παιδείας δεν βρίσκεται στην αντίθεση «δηµόσιο ή ιδιωτικό», αλλά στη σύνθεση που σέβεται την ποιότητα, την αξιοκρατία και το δικαίωµα επιλογής.
Αν καταφέρουµε να δούµε την εκπαίδευση ως επένδυση κι όχι ως πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων, τότε ίσως η απόφαση αυτή να µην είναι απλώς ιστορική, αλλά και καταλυτική.
*Ο Χαράλαμπος Σπυριδόπουλος είναι τελειόφοιτος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Αργυρούπολης Δήμου Προσοτσάνης