Στο επίκεντρο βρίσκεται μία από τις δύο οργανώσεις, στην οποία συμμετείχαν τουλάχιστον 50 άτομα. Οι αρχές έχουν συνδέσει την ομάδα με 130 διαφορετικές περιπτώσεις, από παράνομες ανασκαφές και ανταλλαγές αντικειμένων, μέχρι οργανωμένα ραντεβού σε αεροδρόμια για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων στο εξωτερικό.
Η δράση τους δεν ήταν τυχαία. Οι εμπλεκόμενοι είχαν αναπτύξει ένα πλήρες «λεξικό» με κωδικές ονομασίες για να συνεννοούνται. Η Γερμανία αναφερόταν ως «κορίτσια», οι ανασκαφές ως «ψάρεμα» ή «περπάτημα», ενώ τα αντικείμενα περιγράφονταν με χρώματα: «άσπρα» για ασημένια, «κίτρινα» για χρυσά, «πράσινα» και «κόκκινα» για χάλκινα, «μαύρα» και «γυφτούλια» για μπρούτζινα. Οι ίδιες οι αρχαιότητες… ονομάζονταν «βίδες», «τρακτέρ», «τσίπουρο», ακόμη και «γιαούρτια», ανάλογα με την περίσταση. Όταν ήθελαν να οργανώσουν συνάντηση, απλώς έλεγαν «να πιούμε έναν καφέ».
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν τα μέλη των κυκλωμάτων είναι βαρύτατες και περιλαμβάνουν διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών, κατοχή ανιχνευτών μετάλλων, ακόμη και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και παραβάσεις της νομοθεσίας περί όπλων.
Ένα από τα χαρακτηριστικά «επεισόδια» με τη δράση του κυκλώματος εκτυλίχθηκε στα τέλη Νοεμβρίου του 2023, σε χωριό των Τρικάλων. Εκεί είχε κανονιστεί ένα ραντεβού με φόντο την αγοραπωλησία αρχαίων νομισμάτων. Το ραντεβού κλείστηκε τηλεφωνικά και οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν με τους γνωστούς κώδικες: ο υποψήφιος αγοραστής ήταν ο «μηχανικός», τα νομίσματα το «τρακτέρ». Στη συνάντηση έγινε επί τόπου επίδειξη αντικειμένων, με τους παριστάμενους να σχολιάζουν την κατάσταση τους με εκφράσεις όπως «καλό», «ψειριασμένο» και «μετριότατο», προσπαθώντας να εκτιμήσουν την αξία τους.
Ακολούθησε παζάρι για ένα από τα νομίσματα, που οι εμπλεκόμενοι αποκαλούσαν «ALFA ROMEO». Η προσφορά έφτασε τα 450 ευρώ, αλλά ο ιδιοκτήτης ζήτησε 4.500 ευρώ, με αποτέλεσμα η συναλλαγή να ναυαγήσει. Λίγο αργότερα, έγινε δεύτερη προσπάθεια διαπραγμάτευσης για όλη την παρτίδα, με συνολική προσφορά 600 ευρώ, που επίσης απορρίφθηκε.
Η δράση τους, όμως, δεν περιοριζόταν στην ελληνική επαρχία. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2024, οι αρχές κατέγραψαν οργανωμένο δρομολόγιο μεταφοράς αρχαιοτήτων από την Ελλάδα προς τη Γερμανία. Ένα φορτηγό μετέφερε τα αντικείμενα, κυρίως νομίσματα, ακτοπλοϊκώς από την Ηγουμενίτσα στην Ανκόνα, με τελικό προορισμό το Μόναχο. Ταυτόχρονα, άλλο μέλος της οργάνωσης ταξίδευε αεροπορικώς από τη Θεσσαλονίκη και επέστρεψε δύο ημέρες αργότερα. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, οι επικοινωνίες πριν από το ταξίδι περιλάμβαναν κωδικές ονομασίες όπως «καφές» και «κορίτσια».
Η επιχείρηση για την εξάρθρωση των οργανώσεων στήθηκε λεπτομερώς και σε αυτή συμμετείχε πληθώρα αστυνομικών υπηρεσιών σε Ελλάδα και Γερμανία. Συνολικά 39 άτομα συνελήφθησαν στις 23 Ιουνίου, στο πλαίσιο της διεθνούς επιχείρησης. Οι συλλήψεις έγιναν στο Μόναχο και σε πόλεις και χωριά σε όλη την Ελλάδα: Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Αγρίνιο, Βόνιτσα, Μεσολόγγι, Πρέβεζα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Λάρισα, Λαμία, Λιβαδειά, Πολύγυρο, Ιερισσό, Καβάλα, Σέρρες, Δράμα και Αλεξανδρούπολη.
Στην αστυνομική επιχείρηση συμμετείχαν μεταξύ άλλων η Υποδιεύθυνση Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδας, οι Υποδιευθύνσεις και τα Τμήματα Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων από διάφορες περιοχές, κλιμάκια ΟΠΚΕ Πατρών, Αγρινίου, Χαλκιδικής και Καβάλας, η Διμοιρία Υποστήριξης Αχαΐας υπό τον συντονισμό της Υποδιεύθυνσης Πατρών.
Οι 39 συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, μετά τις απολογίες τους στην ανακρίτρια που χειρίζεται την υπόθεση. Η διαδικασία των απολογιών αποδείχθηκε μαραθώνια καθώς διήρκησε τέσσερις μέρες (από την Πέμπτη έως την Κυριακή).
Οι 39 απολογήθηκαν ανά ομάδες στην 3η ειδική ανακρίτρια. Μεταξύ αυτών και οι δύο φερόμενοι «εγκέφαλοι» των κυκλωμάτων, στους οποίους, στους οποίους εκτός από τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου και της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα επιβλήθηκε επιπλέον χρηματική εγγύηση των 50.000 κατ’ άτομο.