Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανεβάζει φέτος το καλοκαίρι μια μουσικοθεατρική διασκευή του σατιρικού έργου του Μποστ, σε σκηνοθεσία της Εύης Σαρμή, με πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη και με πρωταγωνιστή τον Παντελή Καναράκη στον ρόλο της απρόβλεπτης Μήδειας.
Εν μέσω προβών, η σκηνοθέτρια Εύη Σαρμή, με χιούμορ και πολλή αγάπη και σεβασμό για τον Μποστ, μιλάει στα Μακεδονικά Νέα για αυτή τη λαμπερή και ταυτόχρονα λαϊκή «Μήδεια», που κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 3 και την Παρασκευή 4 Ιουλίου, στο θέατρο Κήπου, στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια ετοιμάζεται να αλωνίσει τη Βόρεια Ελλάδα.
Εύη Σαρμή
Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου
Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά το έργο του Μποστ; Ποια ήταν η βασική σας πρόθεση στην απόδοση αυτού του ιδιαίτερου κειμένου;
Καταρχήν με μεγάλη χαρά και μεγάλη ευγνωμοσύνη. Μαζευτήκαμε μία ομάδα ανθρώπων σε μία φοβερή συγκυρία με τεράστια χαρά που παίζουμε έργο Μποστ. Είναι συγκλονιστικό. Το παντεσπάνι του έργου είναι η ελληνική παθογένεια – υπάρχει χιούμορ, τρελό χιούμορ, αλλά από κάτω ο Μποστ λέει αυτά που θέλει να πει. Είναι από τα τελευταία έργα του Μέντη Μποσταντζόγλου. Το έγραψε το 1993 με παραγγελία του θεάτρου Στοά, με τη Λήδα Πρωτοψάλτη τότε πρωταγωνίστρια. Του ζήτησαν να γράψει ένα έργο με αφορμή μία αρχαία τραγωδία και επέλεξαν τη Μήδεια. Χρησιμοποιώντας τον μύθο φτιάχνει ένα έργο που είναι η απόλυτη κωμωδία, η οποία ξεβράζει όλα αυτά που μας απασχολούν, ευτυχώς ή δυστυχώς, ως σήμερα – το εκπαιδευτικό, ο καπιταλισμός, η μάχη των φύλων.
Τι κρατήσατε ως πιο καίριο στοιχείο για το 2025;
Το έργο 100% μιλάει στο σήμερα. Δεν βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι, λέξη ή φράση, που να πούμε ότι δεν μιλάει στον σημερινό θεατή. Πολλές φορές λέμε: μακάρι να είχαμε άλλο τόσο κείμενο, άλλα τόσα θέματα της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι το παράλογο, είναι το μποστικό. Είναι μία δική του γραφή που δεν συγκρίνεται με άλλον. Με τον μποστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον μύθο, τα στοιχεία του, φτάνει στο σημείο να κατασκευάσει μία νέα αφήγηση που μας χτυπάει κατευθείαν με το χιούμορ στην καρδιά, σε όλα τα σημεία που μας πυροδοτούν το αβίαστο γέλιο. Στις πρόβες αναγκαζόμαστε πολλές φορές να σταματήσουμε από τα γέλια.
Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ)
Ποιες προκλήσεις συναντήσατε στη διαχείριση αυτής της πληθωρικής δραματουργίας;
Κάναμε μεγάλη έρευνα για τον Μποστ. Είδαμε τα έργα του, τα σκίτσα του, διαβάσαμε ό,τι μπορούσαμε να βρούμε για να τον γνωρίσουμε, τον συγγραφέα και την εποχή του, η οποία είναι τόσο κοντά μας και τόσο μακριά μας. Είναι μάγος ο Μποστ γιατί το πιο σημαντικό –κάτι που έκανε και με τα περίφημα σκίτσα του– είναι ότι ήθελε να φέρει τον απλό θεατή ή αναγνώστη κοντά του. Γι’ αυτό στη γραφή του είχε τη δική του τεχνική της ανορθογραφίας, που είχε τρομερή μελέτη από κάτω. Ήθελε να φέρει τον απλό άνθρωπο δίπλα του, να του εμφυσήσει το χιούμορ του.
-Πώς κρατήσατε την ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και την ουσία του λόγου του Μποστ;
Η γλώσσα του Μποστ είναι ένα μαγικό υλικό στα χέρια μας. Θέλει ειδικό χειρισμό γιατί ο δεκαπεντασύλλαβος, ειδικά στον Έλληνα, είναι στο DNA μας. Είναι κάτι που ξέρουμε, τον έχουμε μάθει από τα δημοτικά τραγούδια, στο αυτί μας ρέει όμορφα. Αυτό που προσπαθήσαμε, κρατώντας την υπέροχη ροή που δίνει αυτό το λεκτικό τέμπο, είναι να αναδείξουμε τον λόγο του Μποστ. Είναι εύκολο να το ακούει ο θεατής, χαλαρώνει με την ομοιοκαταληξία και τον δεκαπεντασύλλαβο, είναι σαν τραγούδι. Ωστόσο απαιτήθηκε πολλή δουλειά. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο συνεπείς σε αυτό που είχε γράψει ο συγγραφέας.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Γιάννη Ζουγανέλη, ο οποίος έγραψε την πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης;
Ο Γιάννης Ζουγανέλης γνώριζε τον Μποστ – είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν. Είχα, λοιπόν, δίπλα μου έναν άνθρωπο στον οποίο μπορούσα να απευθυνθώ και να τον ρωτήσω: «Τι θα ήθελε να ακούσει σήμερα ο Μποστ;» Ήταν συγκινητικό το γεγονός ότι υπήρχε αυτός ο ζωντανός σύνδεσμος, κάποιος που όχι μόνο γνώριζε προσωπικά τον Μποστ, αλλά είχε υπάρξει και συνεργάτης του. Στην παράσταση φλερτάρουμε με την έννοια του μιούζικαλ – ο Γιάννης έχει συνθέσει μια πλούσια μουσική παρτιτούρα, με πολλά τραγούδια και πολύ χορό. Είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, με σπάνια αίσθηση του θεατρικού ρυθμού. Η μουσική, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια, συγκροτούν ένα σύνολο που από την πρώτη μέχρι την τελευταία πρόβα κινείται στον δρόμο που άνοιξε το ίδιο το κείμενο. Χωρίς να προσπαθούμε να το αλλάξουμε ή να το εκσυγχρονίσουμε τεχνητά. Ο Παντελής Καναράκης ενσαρκώνει μια ανατρεπτική Μήδεια, κεντάει. Επιπλέον η Υρώ Λούπη είναι μία καταπληκτική καλόγρια. Όλοι είναι ένας κι ένας. Συν η μουσική, αλλά και τα κοστούμια, για να μπορέσουμε να αναδείξουμε με ταπεινότητα και αγάπη τον Μποστ.
Γιάννης Ζουγανέλης
Η παράσταση ξεκινά από το Θέατρο Κήπου και συνεχίζει με περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα. Πώς νιώθετε που το έργο αυτό θα επικοινωνήσει με τόσο διαφορετικά κοινά;
Έχουμε φτιάξει την παράσταση με τρόπο που να μπορεί να παίξει σε μικρούς και μεγάλους χώρους, σε οποιοδήποτε χωριό ή πόλη, σε όποιο μέρος κι αν ταξιδέψουμε, για να το χαρεί ο κόσμος. Είναι λαϊκή παράσταση. Δεν είναι και εύκολες οι κωμωδίες. Κι ίσως ο κόσμος ειδικά το καλοκαίρι να καταφέρει να ανοίξει η καρδιά του, να τραγουδήσει. Έχω τεράστια χαρά, είναι μία πολύ ωραία στιγμή που είμαι σίγουρη ότι θα την χαρεί ο κόσμος.
Τι θα λέγατε σε κάποιον που θεωρεί ότι «η Μήδεια δεν είναι για καλοκαίρι» ή ότι «ο Μποστ είναι δύσκολος»;
Δεν είναι δύσκολος ο Μποστ. Είναι λαϊκός, είναι απλός, είναι τρυφερός και καυστικός μαζί. Η «Μήδειά» του είναι πολιτικό έργο. Μιλάει για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Είναι 100% πολιτικό, και όλα υπό το πρίσμα της κωμωδίας. Ο Μποστ είναι άνθρωπος που σχολίαζε τα κοινωνικοπολιτικά. Παράλληλα είναι τρυφερός με τον άνθρωπο, με τους ήρωες, ακόμη κι αν είναι παράξενοι χαρακτήρες. Αλλάζει τις εποχές – στην αρχαία Ελλάδα μία φέρνει τον Ευριπίδη, φέρνει κόσμο και ντουνιά να επισκεφτούν τη Μήδεια που είναι βασανισμένη από τον έρωτα. Είναι ένα βαθιά λαϊκό θέατρο, μία κωμωδία, μία παράσταση που τη φτιάχνουμε για όλους, για όλες τις ηλικίες, από την εφηβεία και μετά. Εύκολα θα μιλήσει σε ένα εφηβικό κοινό, το οποίο θα έπρεπε να είναι πιο κοντά στον Μποστ. Είναι θέατρο για τον κόσμο, να χαρεί το χιούμορ του Μποστ που ήθελε όπως έλεγε ο ίδιος «οι θεατές περισσότερο να χαμογελάνε και λιγότερο να χαχανίζουν».
Από το πρώτο ανέβασμα της «Μήδειας» για το θέατρο Στοά
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Εύη Σαρμή
Επεξεργασία κειμένου: Ροδή Στεφανίδου
Σκηνικά – Κοστούμια: Δανάη Πανά
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης
Κίνηση / Χορογραφία: Αναστασία Κελέση
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Βοηθός σκηνοθέτριας: Μαίρη Ανδρέου
Βοηθός χορογράφου: Αντώνης Γκλαβάς
Οργάνωση παραγωγής: Αλέξης Τζίμας
Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud
Βοηθοί σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Άντυ Άντριου, Λέανδρος Αραβιάδης
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Αντώνης Αντωνάκος, Χρύσα Ζαφειριάδου, Παντελής Καναράκης, Γιάννης Καραμφίλης, Υρώ Λούπη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Νίκος Τσολερίδης
Χορός: Μαριάννα Αβραμάκη, Λίλη Αδρασκέλα, Μάρα Μαλγαρινού