ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ

Ζωγραφική και ελληνισμός από το Βυζάντιο ως τη Γενιά του ‘30

Ακούστε το άρθρο 8'
30.04.2025 | 08:00
Ο κήπος της Αγιορειτικής Εστίας στην καρδιά της Θεσσαλονίκης γέμισε από κόσμο που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Γιώργου Καραμπελιά για μια ξεχωριστή βραδιά.

Στο επίκεντρο της εκδήλωσης βρέθηκε το νέο του βιβλίο, «Από τη Μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία» (Εναλλακτικές Εκδόσεις), που επιχειρεί μια μεγάλη αφήγηση για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης μετά την Άλωση και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μία συνθετική προσέγγιση μέσω της οποίας  η  πορεία της ελληνικής ζωγραφικής δεν εξετάζεται ως αυθύπαρκτο αισθητικό φαινόμενο, αλλά ως αντανάκλαση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών του ελληνισμού.

Την εκδήλωση άνοιξε ο διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας, Αναστάσης Ντούρος, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο ως «μία σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση της διαχρονικής, άρρηκτης σχέσης πολιτικής, τέχνης και Ιστορίας».

Χαιρετισμό απηύθυνε ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος, ο οποίος, αφού συνεχάρη τον συγγραφέα, τόνισε: «Ο Γιώργος Καραμπελιάς  μου θύμισε την πραγματικότητα που βλέπουμε στην Εκκλησία, ότι δηλαδή οι τέχνες, η ζωγραφική, η αγιογραφία, η μουσική είναι δημιουργική έκφραση της ίδιας της ζωής της Εκκλησίας». Προέτρεψε δε το κοινό να μελετήσει το βιβλίο. «Ένα βιβλίο γίνεται δικό σου όταν το σημειώνεις, ακόμη και όταν το λερώσεις», παρατήρησε.

Ο  συγγραφέας του βιβλίου Γιώργος Καραμπελιάς ανέπτυξε τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη, την ιστορία και την πολιτική, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η σημασία της πολιτισμικής συνέχειας και το καθοριστικό ερώτημα της ελληνικής ταυτότητας. Παρουσίασε τους θεματικούς σταθμούς του βιβλίου του, παραπέμποντας σε σημαντικούς καλλιτέχνες, τόπους και έργα. «Ονομάζω το βιβλίο πολιτική ιστορία με την έννοια της επικέντρωσης στη μελέτη των φαινομένων του πολιτισμού. Πόλις και πολιτική είναι λέξεις που έχουν κοινή ρίζα. Ο πολιτισμός αποδίδει κατά τη γνώμη μου την ίδια την πολιτική με την ευρύτερη έννοια και  όχι αυτήν της πολιτικολογίας», τόνισε.

Το βιβλίο ξεκινά με την Κρητική Σχολή, που κατά τον συγγραφέα, αποτελεί θεμέλιο της νεοελληνικής ζωγραφικής. Από τις μορφές της ξεχωρίζουν ο Άγγελος Ακοτάντος, ο Θεοφάνης ο Κρης και, φυσικά, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. «Όλοι τον ξέραμε ως Ελ Γκρέκο, τον άνθρωπο που είχε κατά τύχη ελληνική καταγωγή και βρέθηκε στην Ισπανία όπου έγινε μεγάλος ζωγράφος. Στην πραγματικότητα ήταν ήδη μεγάλος  καλλιτέχνης πριν φύγει στα 27 του χρόνια από την Κρήτη, ο πιο ακριβοπληρωμένος ζωγράφος του νησιού», επισήμανε ο κ. Καραμπελιάς.

Η ζωγραφική της ηπειρωτικής Ελλάδας  αναπτύχθηκε, όπως εξήγησε ο κ. Καραμπελιάς όχι στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά  σε απομονωμένα ορεινά χωριά όπως το Λιμνοτόπι και οι Χιονάδες. «Η ζωγραφική αναπτύσσεται εκεί όπου απομακρύνεται η οθωμανική παρουσία γιατί είναι συνδεδεμένη με την ιερή εικόνα, με το θείο», ανέφερε.  Σημαντικός, όπως είπε, ήταν  και ο ρόλος του Αγίου Όρους, ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα, με κορυφαία μορφή τον Διονύσιο εκ Φουρνά, που επιχείρησε μία αναβίωση της παράδοσης του Πανσέληνου.

Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο Γιώργος Καραμπελιάς στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, «μία  περίοδο αλλοτρίωσης της βυζαντινής παράδοσης και υπερίσχυσης της δυτικής τέχνης, με τη λεγόμενη ναζαρηνή τεχνοτροπία», όπως είπε. Όμως, από τις αρχές του 20ού αιώνα, με τον Παρθένη και την Ομάδα Τέχνη, διαμορφώνεται ένα νέο ρεύμα που επανασυνδέεται με τις ρίζες. Ο συγγραφέας του βιβλίου δίνει ιδιαίτερο βάρος στη Γενιά του ’30: Τσαρούχης, Κόντογλου, Παπαλουκάς, Εγγονόπουλος, Πεντζίκης, είναι ανάμεσα στους σημαντικούς καλλιτέχνες που αξιοποίησαν δημιουργικά τη βυζαντινή παράδοση, αναζητώντας την ελληνική ταυτότητα μέσα από τη ζωγραφική. «Μετά το ’22 ο ελληνισμός έχει πια συρρικνωθεί, έχει χαθεί ο οικουμενικός ελληνισμός. Η γενιά του ‘30 θέλει στο πλαίσιο της υπαρκτής Ελλάδας να φέρει αυτήν την παράδοση, άρα πρέπει να σκάψει βαθιά στις ρίζες. Πολλοί εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, όπως ο Θεσσαλονικιός Παπαλουκάς επισκέπτονται το Άγιο Όρος, ακόμη και τα κοσμικά έργα στηρίζονται στη βυζαντινή παράδοση», παρατήρησε μνημονεύοντας παράλληλα περιπτώσεις όπως αυτή του Θεόφιλου Χατζηεμαννουήλ που αντλεί από τη λαϊκή παράδοση.

Η Δρ. Ιστορίας της Τέχνης Κάτια Κιλεσσοπούλου σχολίασε πως το έργο του Γιώργου Καραμπελιά αποτελεί ένα σπάνιο συνθετικό πόνημα. «Παρά τον όγκο του, το βιβλίο σε συνεπαίρνει σαν μυθιστόρημα», παρατήρησε και πρόσθεσε: «Μας λείπουν τέτοιες μελέτες που είναι συνθετικές.Φτάσαμε στο σημείο οι φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη να αγνοούν την ίδια την εικαστική ιστορία της πόλης τους. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες, έχοντας υπόψιν τους τη σύνδεση με το Άγιο Όρος, κατόρθωσαν να καταλάβουν τον μοντερνισμό.Η βυζαντινή τέχνη προετοίμασε το έδαφος για τον μοντερνισμό, ακριβώς επειδή καταργεί την προοπτική και υιοθετεί την αφαιρετικότητα και την πνευματικότητα. Το να ερευνήσουμε τον τεράστιο αυτό θησαυρό έχει νόημα, και το βιβλίο συμβάλλει σε αυτόν τον τομέα. Εύχομαι να  αποτελέσει έναυσμα για εργασίες φοιτητών που να  κοιτάζουν με τρυφερότητα την ελληνική Ιστορία. Η πολιτισμική συνέχεια βάλλεται στις μέρες μας».

Ο Γεώργιος Φουστέρης, Καθηγητής βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας,ανέδειξε τη δυσκολία και την τόλμη του εγχειρήματος: «Είναι τολμηρό πολιτικό βιβλίο το έργο του Καραμπελιά.Μέσα από την ιστορία Τέχνης επιχειρεί να προσεγγίσει την περιπέτεια του νέου ελληνισμού. Τολμηρό διότι μέχρι χτες το μεγαλύτερο κομμάτι της μεταβυζαντινής τέχνης συστηματικά αγνοήθηκε και απλουστευτικά παρανοήθηκε, η τέχνη αυτή θεωρήθηκε παρακμιακή, ανάξια του παρελθόντος.  Οι πρώτες διατριβές γι' αυτήν έγιναν μάλιστα υπό την επίβλεψη καθηγητών  νεότερης τέχνης.Η προσπάθεια του συγγραφέα να δώσει ένα  πλήρες χρονικό της μεταβυζαντινής τέχνης είναι συστηματική και συναγωνίζεται κάθε προσπάθεια ακόμη και από ειδικούς. Θα το συνιστούσα σε οποιονδήποτε θέλει να έχει ολοκληρωμένη άποψη για ό,τι έχει αποτυπωθεί στην έρευνα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Αυτή η περίοδος θα μας καταπλήσσει διαρκώς γιατί έχουμε να αντλήσουμε εξαιρετικά πράγματα, άγνωστα, καίρια για την εθνική μας συνείδηση.Ο Καραμπελιάς επιχειρεί με τόλμη  να αφηγηθεί την περιπέτεια του νεότερου ελληνισμού μέσα από την τέχνη που συστηματικά αγνοήθηκε. Καταγράφει την  ιστορία της Τέχνης όχι ως παράθεση ονομάτων αλλά ως συνέχεια, μία πολιτική ιστορία που έχει να κάνει όχι μόνο με το παρελθόν αλλά με το μέλλον μας».

Τέλος, ο Αθανάσιος Σέμογλου, καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του ΑΠΘ, εστίασε στην ιστορική θεμελίωση της μελέτης, ενώ τόνισε ότι «ο συγγραφέας επιχειρεί την ανάγνωση των καλλιτεχνικών φαινομένων σε έναν χρόνο μακράς διάρκειας». Ο κ. Σέμογλου αναφέρθηκε στους σημαντικότερους σταθμούς της μελέτης και παρατήρησε μεταξύ άλλων: «Το έργο αναδεικνύει τη ζωγραφική του ηπειρωτικού χώρου ως έναν δεύτερο, αυτόνομο πόλο απέναντι στην Κρητική Σχολή. Ορθά παρατηρεί τη σταδιακή αγροτοποίηση των ζωγραφικών σχολών και τη ζωγραφική έκρηξη των ορεινών περιοχών. Η κορύφωση έρχεται με τη Γενιά του ’30 –κατά τη γνώμη μου το πιο συναρπαστικό μέρος της μελέτης. Ο συγγραφέας εξετάζει την πολυμορφία της τέχνης μέσα από σημαντικούς εκπροσώπους της και αναδεικνύει τις σχέσεις της Γενιάς του ΄30 με την Κρητική Σχολή. Οι καλλιτέχνες του ‘30 διατάραξαν το κατεστημένο με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας. Η εκκεντρικότητά τους, το βλέμμα τους αποτέλεσε τη βάση της ποιητικής τους και της ανανέωσης της ελληνικής ζωγραφικής».

Την εκδήλωση, που διοργάνωσαν οι Εναλλακτικές Εκδόσεις και η Αγιορειτική Εστία, συντόνισε ο Δημήτρης Λουζικιώτης.

Χρύσα Νάνου