Αυτός ο στρατηγικός στόχος αναπτύχθηκε επάνω σε τρείς άξονες: τη φυσική εξόντωση, τη λεηλασία των περιουσιών και την καταστροφή των μνημείων. Έτσι, πίστευαν οι εμπνευστές του Ολοκαυτώματος για την πόλη μας, θα εξαφανιζόταν η κοινότητα περίπου 55.000 ανθρώπων που ζούσε εδώ σχεδόν πέντε αιώνες.
Όπως συνέβη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι Ναζί κατέσχεσαν ακόμα και τα έπιπλα και τα σκεύη οικιακής χρήσεως των Ισραηλιτών στη λεγόμενη επιχείρηση «mobel action». Μάλιστα, για να σβηστεί και το παραμικρό ίχνος που να συνδέει τις οικοσκευές με τους ιδιοκτήτες τους—για να αποεβραιοποιηθούν ακόμα και αυτά τα αντικείμενα—τα ταξινομούσαν σε αχανείς αποθήκες ανά είδος και όχι ανά νοικοκυριό ή έστω ανά περιοχή, μετατρέποντας τα σε ένα υλικό χωρίς ιστορία και ταυτότητα. Τα έπιπλα και τα οικιακά σκεύη έπρεπε να χάσουν τη μνήμη και του χώρου και κυρίως των ανθρώπων στους οποίους ανήκαν και τα χρησιμοποιούσαν.
Το σχέδιο για τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης εφαρμόστηκε χωρίς παρεκκλίσεις. Κεντρικά επεξεργασμένο, είχε χρονοδιάγραμμα, η αφετηρία του ήταν ο Φεβρουάριος του 1943 και την υλοποίησή του οι Ναζί την ανέθεσαν στις ελληνικές Αρχές. Πρώτα όμως αυτοί δήμευσαν τις περιουσίες και στη συνέχεια ίδρυσαν έναν οργανισμό που τελούσε υπό τον ασφυκτικό έλεγχό τους, αλλά είχε Έλληνες υπευθύνους στο διοικητικό σκέλος αυτής της διαδικασίας. Υπήρξε προηγουμένως ένα μικρό μεν, αλλά κρίσιμο χρονικό διάστημα που μερικές περιουσίες δόθηκαν απευθείας από τις γερμανικές Αρχές Κατοχής σε Έλληνες συνεργάτες τους οι οποίοι είχαν οικονομικές δοσοληψίες με υψηλόβαθμους Ναζί.
Από εδώ και κάτω ξετυλίγεται το σχέδιο η λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών να προσλάβει κοινωνικά χαρακτηριστικά έτσι ώστε αυτή να γίνει αποδεκτή από ένα ευμέγεθες τμήμα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Τι έγινε; Ο οργανισμός που διαχειριζόταν αυτές τις περιουσίες, ο ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών) έπρεπε να τις μοιράσει σε δύο ευπαθείς κατηγορίες. Στους πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη λόγω της βουλγαρικής κατοχής και στους επιχειρηματίες οι οποίοι λόγω του πολέμου «ατύχησαν». Πώς ατύχησαν; Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τις επιχειρήσεις και τα ακίνητά τους. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την παραχώρηση εβραϊκών περιουσιών, τους αποζημίωσαν. Αυτές οι δύο κατηγορίες Ελλήνων συγκρότησαν το σώμα των μεσεγγυούχων.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η συνέχεια. Πώς κοινωνικοποιείται, δηλαδή πώς διαχέεται μέσα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης, η λεηλασία. Πώς εισχωρεί εντός της και τη διαβρώνει ηθικά και υπονομεύει την ιστορική της μνήμη. Οι μεσεγγυούχοι-- επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών ουδεμία σχέση είχαν με το αντικείμενο των επιχειρήσεων που τους παραχωρήθηκαν-- σε σύντομο χρονικό διάστημα ρευστοποίησαν το εμπόρευμα σε εξευτελιστικές τιμές. Με τα χρήματα που εισέπραξαν ξεκίνησαν άλλες δουλειές πιο κοντά στα ενδιαφέροντά τους. Έτσι απέκτησαν το αρχικό κεφάλαιο κίνησης. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους αγοραστές αυτών των εμπορευμάτων στις «σκοτωμένες» τιμές, αλλά και τους προμηθευτές των μεσεγγυούχων στις νέες δουλειές τους. Δηλαδή, με βάση τις λεηλατημένες εβραϊκές περιουσίες κινήθηκε ένα σημαντικό μέρος της αγοράς της πόλης μας. Οι ασχολούμενοι με τα οικονομικά θα μιλούσαν για τη μόχλευση που προκάλεσαν στην τοπική οικονομία οι εβραϊκές περιουσίες. Μόνον που ο όρος «μόχλευση» δεν έχει καμιά ηθική διάσταση, αλλά η λεηλασία των ισραηλιτικών περιουσιών ήταν μια διαδικασία ηθικής απαξίας που βάρυνε την πόλη.
Τυχαία δεν άνοιξαν κέντρα διασκέδασης για κάθε βαλάντιο, ακόμα και καζίνο. Ο πλούτος που παρήχθη από τη μοιρασιά των ισραηλιτικών περιουσιών επειδή μοιράστηκε σε πάρα πολλούς, συντηρούσε όλα αυτά τα μαγαζιά εν μέσω Κατοχής. Αυτή η κοινωνικοποίηση της λεηλασίας δημιούργησε μετά την Απελευθέρωση πληθώρα κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που μέσα στο φορτισμένο κλίμα της εποχής έμπαιναν μοιραία και στον χώρο της πολιτικής για έναν λόγο: όσοι ενεπλάκησαν σε αυτή την αρπαγή είναι πολλοί, ένα σώμα υπολογίσιμο για όλες τις παρατάξεις. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι ουδεμία σχέση είχαν με τους Ναζί, απλώς ανήκαν στις δύο προαναφερθείσες ευπαθείς κατηγορίες. Μάλιστα ισχυρίζονταν πως πριν παραλάβουν τις εβραϊκές επιχειρήσεις, τα εμπορεύματά τους είχαν γίνει «γιάγμα» από τους γείτονες, τους ανταγωνιστές και τους κοινούς κλέφτες.
Τελικά το μετακατοχικό κράτος, μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, με διαδοχικές Συντακτικές Πράξεις διαρκώς σμικρύνει τα όρια της οικονομικής συνεργασίας με τον κατακτητή. Έτσι, οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και οι συγγενείς των θυμάτων ενεπλάκησαν σε χρονοβόρες και ψυχικά κοστοβόρες αστικές και ποινικές δίκες και κάποιοι εξ αυτών ανέκτησαν τις επιχειρήσεις τους είτε δικαστικά είτε με εξωδικαστικό συμβιβασμό. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεσεγγυούχων απαλλάχθηκε ποινικά διότι δεν αποδείχθηκε ο δοσιλογισμός τους.
Πάρα πολλά στοιχεία, τεκμηριωμένα και μέσα από δικαστικές αποφάσεις, με ονοματεπώνυμα, βρίσκονται στο βιβλίο του Γιάννη Καρατζόγλου «Μεσεγγυούχοι και δοσίλογοι» εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ.