Ως γνωστόν ο ΕΛΑΣ εισήλθε στη Θεσσαλονίκη παραβιάζοντας τη συμφωνία της Καζέρτας την οποία συνυπέγραψε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, με βάση την οποία ετέθησαν οι δυνάμεις του υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι. Ο Βρετανός στρατηγός ζήτησε οι ανταρτικοί σχηματισμοί να μείνουν εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ πειθαρχώντας στη διαταγή, ζήτησε από την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας να μην περάσει τον ποταμό Αξιό. Όμως ο Μάρκος Βαφειάδης, υπό την πίεση του του γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, Βασβανά δεν υπάκουσε και διέταξε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εισέλθουν στην πόλη.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, ο Αθανάσιος Χρυσοχόου κατόρθωσε να πείσει τις αντικομμουνιστικές ένοπλες ομάδες, στους κόλπους των οποίων υπήρχαν και δοσιλογικοί σχηματισμοί, να εγκαταλείψουν την πόλη ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Κατόπιν τούτου η κυριαρχία του ΕΑΜ—ΕΛΑΣ ήταν πλήρης, καθώς και οι δυνάμεις της Χωροφυλακής παραδόθηκαν και από την έδρα τους στη Β. Ηρακλείου μεταφέρθηκαν στην ΧΑΝΘ. Εκεί 100 στελέχη της συνελήφθησαν και οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι. Στις 7 Νοεμβρίου αφίχθηκε στην πόλη το επιτελείο των Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Μπακιρτζή και εγκαταστάθηκε στο Γ΄Σ.Σ.
Από τις αρχές Νοεμβρίου φάνηκαν οι διαθέσεις της τοπικής ηγεσίας του ΚΚΕ. Κατά το γνωστό υπόδειγμα έστησε έναν παράλληλο μηχανισμό εξουσίας που ουσιαστικά ήλεγχε κάθε αρμό της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Ο Γεώργιος Μόδης είχε διοριστεί από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας Γενικός Διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας και ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 13 Νοεμβρίου, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα ο αντιστράτηγος Χρήστος Αβραμίδης είχε διοριστεί νέος στρατιωτικός διοικητής Μακεδονίας. Φυσικά επρόκειτο για αξιώματα χωρίς καμιά ισχύ, καθώς όλη η εξουσία είχε συγκεντρωθεί σε μια ομάδα ανώτερων στελεχών του ΚΚΕ. Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου η Εθνική Πολιτοφυλακή υπό τον Κοντογιώργο, που στεγαζόταν στο Μέγαρο Δρόσου, στη συμβολή Τσιμισκή—Κομνηνών, διενεργούσε σωρεία συλλήψεων τόσο συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων όσο και αντιφρονούντων οι οποίοι στοιβάζονται στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά. Φυσικά οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων διαμαρτύρονταν, οι διαμαρτυρίες τους έφτασαν μέχρι την Αθήνα κι έτσι έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 23 Νοεμβρίου μια κυβερνητική αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους Σβώλο, Πορφυρογένη και Λαμπριανίδη για να εξετάσει τι συμβαίνει. Αυτή η επίσκεψη επέδρασε καταλυτικά και η κατάσταση εξομαλύνθηκε προς το παρόν, διότι μετά από λίγες μέρες ξέσπασε η μάχη της Αθήνας.
Η τοπική ηγεσία του ΚΚΕ στις αρχές Νοεμβρίου 1944 προχώρησε σε κατάσχεση όλου του διαθέσιμου δημοσιογραφικού χαρτιού υπέρ των εφημερίδων «Ελευθερία» και «Λαϊκή Φωνή» που επρόσκειντο στο ΕΑΜ κι έτσι δεν κυκλοφορούσε καμιά άλλη εφημερίδα στην πόλη. Η εκπροσώπηση των επαγγελματικών ενώσεων μονοπωλήθηκε από την Αριστερά, η τακτική Δικαιοσύνη αντικαταστάθηκε από τα «λαϊκά δικαστήρια» που δούλευαν ασταμάτητα στις συνοικίες, ενώ στους εμπόρους επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά και δήμευση εμπορευμάτων. Όλο αυτό το διάστημα οι Βρετανοί φυγάδευαν στην Αθήνα στελέχη της χωροφυλακής, του στρατού, καθώς και πολίτες που κινδύνευαν από τους Ελασίτες.
Με το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών στην Αθήνα το ΕΑΜ έθεσε «εκτός νόμου την κυβέρνηση των Αθηνών» και συγκρότησε αμέσως την τριμελή Διοικητική Επιτροπή Μακεδονίας (ΔΕΜ) η οποία απαρτιζόταν από μη κομμουνιστές. Εννοείται πως την εξουσία στην πόλη την ασκούσε η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Το ερώτημα που απασχολεί ακόμα τους ιστορικούς είναι γιατί το ΚΚΕ δεν επιτέθηκε στις βρετανικές δυνάμεις που ήταν στρατωνισμένες στο Καραμπουρνάκι. Η κυρίαρχη ερμηνεία είναι πως το ΠΓ του ΚΚΕ μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους Βρετανούς και μετά, όταν η δύναμη στο Καραμπουρνάκι ενισχύθηκε με τους 4500 Βρετανούς στρατιώτες που ήρθαν εκδιωχθέντες από τον Βόλο, οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει. Επί πλέον η Θεσσαλονίκη ήταν ένας εύκολος στόχος για τα βρετανικά πολεμικά πλοία.
Μετά την ήττα στη μάχη της Αθήνας η τοπική ηγεσία του ΚΚΕ, στις 10 Ιανουαρίου 1945, οργάνωσε την πορεία προς την Αρδέα 1200 περίπου αντιφρονούντων και δοσιλόγων. Για αυτήν την πορεία αναφέρθηκα σε προηγούμενα σημειώματα. Στις 17 Ιανουαρίου εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη και οι τελευταίες δυνάμεις του ΕΛΑΣ ενώ η ηγεσία του μετέβη στη Βέροια. Ο συγγραφέας Γιάννης Καρατζόγλου, στο βιβλίο του « Μεσεγγυούχοι και δοσίλογοι» εκδ. ΕΠΊΚΕΝΤΡΟ, 2024, αναφέρει πως «κατά την εκδίωξιν των Ισπανών Ισραηλιτών εκ Θεσσαλονίκης…ανετέθη εις την εν Αθήναις Ισπανικήν Πρεσβείαν η διαφύλαξις των επίπλων και σκευών αυτών…ο αντιπρόσωπος της Ισπανικής Πρεσβείας τα συνεκέντρωσε και τα εφύλαττεν εις τέσσερα οικήματα μεταξύ των οποίων ήτο και έν διαμέρισμα της εν τη Λεωφόρω Νίκης υπ΄αριθμ. 51 πολυκατοικίας. Επί ΕΑΜοκρατίας, η Επιμελητεία του Αντάρτη, διήρπασε τα έπιπλα και τα διεμοίρασε μεταξύ των κρατούντων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την πλουσιοτέραν δε μερίδα έδωκεν εις τον τέως Μητροπολίτην Κοζάνης Ιωακείμ» (σελ. 224).
Αρχές Μαρτίου 1945 επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη όσοι επέζησαν από τα στρατόπεδα των Ελασιτών, ενώ εγκαταστάθηκαν οι δυνάμεις της Εθνοφυλακής. Όπως ήταν φυσικό οι θύτες—όσοι δεν έφυγαν για το Μπούλκες—άρχισαν να γίνονται τα θύματα των αντεκδικήσεων.