Μάλιστα, μια εξ αυτών, η ΠΕΑΝ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ του γιατρού Στεροδήμου. Πάνω από 40 συνεργάτες των ναζί σκοτώθηκαν. Αυτή την αντιστασιακή πράξη ο γραμματέας του ΚΚΕ Σιάντος τη θεώρησε προβοκάτσια της Γκεστάπο.
Γιατί αυτή η μονομέρεια; Διότι από το 1974 και μετά, την Ιστορία εκείνης της περιόδου τη μονοπώλησαν αριστεροί ιστοριογράφοι που πρόβαλλαν τη δική τους οπτική για τα γεγονότα την οποία και κατέστησαν κυρίαρχη. Ένα από τα απαγορευμένα ονόματα είναι αυτό του Άγγελου Έβερτ, διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων κατά την Κατοχή. Τον «βαρύνουν» οι πυροβολισμοί της 3η Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Όμως ο Α. Έβερτ ήταν μέλος τόσο του βρετανικού δικτύου κατασκοπείας με το ψευδώνυμο Όττο όσο και του αντιστασιακού δικτύου του Ιωάννη Τσιγάντε.
Η μεγαλύτερη στιγμή του Α. Έβερτ ήταν η διάσωση χιλιάδων Εβραίων, καθώς τύπωσε 7500 πλαστές ταυτότητες που τους καθιστούσαν Έλληνες πολίτες, χριστιανούς στο θρήσκευμα. Για να συμβεί αυτό στήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός στον οποίον συμμετείχαν και κατώτεροι αξιωματικοί και πολίτες και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Ήταν μια τολμηρή πράξη αντίστασης διότι η Αστυνομία Πόλεων από τις 10 Οκτωβρίου 1943 υπαγόταν στην ανώτατη διοίκηση των SS. Κι όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους, τύπωσαν ένα τόσο μεγάλο αριθμό ταυτοτήτων που αφορούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία έπρεπε να αποτυπωθούν χωρίς το παραμικρό λάθος ή ατέλεια. Δηλαδή εκτός από θάρρος χρειαζόταν και οργάνωση. Σε αυτή την προσπάθεια συμμετείχε και η Ιωάννα Τσάτσου μαζί με γυναίκες της αστικής Αθήνας. Ελάχιστα θα διαβάσετε για όλα αυτά διότι δε συνάδουν με αφήγημα της Αριστεράς για την Εθνική Αντίσταση.
Τα μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, στην πλειοψηφία τους, ακολούθησαν τις οδηγίες των ηγετών τους. Συντεταγμένα βάδισαν προς τους θαλάμους αερίων. Αυτή είναι μια διαπίστωση με την άνεση που προσφέρει η εκ των υστέρων ανάγνωση της Ιστορίας. Τότε, σε πρώτο χρόνο, για τους πιο τολμηρούς Εβραίους το δίλημμα ήταν αν θα εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και θα βγουν στο βουνό ή θα βρουν τρόπο να πάνε στην Αθήνα ή αν όλοι μαζί, οικογενειακά, θα μετοικήσουν σε άλλους τόπους, όπως τους διαβεβαίωναν οι ναζί και ο ραβίνος. Κάποιοι το τόλμησαν και σώθηκαν. Μετά από περιπετειώδεις διαδρομές έφτασαν στην Αθήνα, όπου τους περίμεναν τα δίκτυα της Αρχιεπισκοπής και του Α. Έβερτ. Τους βρήκαν στέγη και νέες ταυτότητες και αυτοί χάθηκαν μέσα στην ανωνυμία της πρωτεύουσας. Όμως πάντα ελλόχευε ένας κίνδυνος. Αυτός της γλώσσας.
Ως γνωστόν οι Ισπανοεβραίοι, οι Σεφαραδίτες, είχαν μια ιδιαίτερη τονικότητα στην ομιλία τους. Από τις πρώτες κουβέντες καταλάβαινες αμέσως τι ήταν. Συνεπώς, αν έπεφταν επάνω σε έλεγχο ταυτοτήτων διέτρεχαν τον κίνδυνο, λόγω της ομιλίας τους, να συλληφθούν. Για αυτόν τον λόγο κυκλοφορούσαν όσο το δυνατόν λιγότερο και μιλούσαν ακόμα πιο σπάνια. Συνήθως τους συνόδευε ένας χριστιανός για τις απαραίτητες συνεννοήσεις της καθημερινότητας. Ο δικηγόρος Στέφανος Σταύρου στο βιβλίο του «Οικογενειακές ιχνηλασίες, Θεσσαλονίκη, Κατοχή, Εμφύλιος» ( Εκδ. Επίκεντρο, 2021), περιγράφει την ιστορία της Στερίνας Γκατένιο, Θεσσαλονικιάς που βρήκε καταφύγιο στην Αθήνα για να γλιτώσει. Γράφει ο συγγραφέας: «Ήταν μάλλον προχωρημένης ηλικίας και ζούσε μόνη. Είχε καταφέρει να νοικιάσει ένα απόμακρο διαμέρισμα στο Περιστέρι. Καθ όλη τη διάρκεια της κατοχής προφασιζόταν τη βωβή, επειδή η έντονη ισπανοεβραϊκή προφορά της είναι βέβαιο ότι θα την πρόδιδε. Έτσι την γνώριζαν ως «μουγγή» οι λιγοστοί γείτονές της, τους οποίους σκόπιμα κρατούσε όσο μπορούσε σε απόσταση. ‘Όπως ήταν φυσικό την ημέρα της απελευθέρωσης στην Αθήνα βγήκε και αυτή μαζί με όλο το πλήθος έξω στους δρόμους και συμμετείχε στο πανηγύρι της απελευθέρωσης. Έκπληκτοι αυτοί που την ήξεραν, την ρώτησαν: «Τι έγινε; θαύμα και μπορείς και μιλάς;», οπότε η Στερίνα απήντησε με τη γνωστή, τραγουδιστή, σπανιόλικη και μακρόσυρτη χαρακτηριστική εβραϊκή προφορά των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης: «Δεν είμαι μουγγή. Εβραία είμαι…».(σελ. 131).
Μια ιστορία που συμπυκνώνει όχι μόνον το δράμα και τις αγωνίες, αλλά και τις προσπάθειες λίγων ανθρώπων για να σώσουν όσο γίνεται πιο πολλούς. Για αυτές τις προσπάθειές του ο Α. Έβερτ τιμήθηκε το 1946 από την Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας και το 1969, ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, ανακηρύχθηκε από το Ίδρυμα Γεντ Βασέμ, Δίκαιος των Εθνών.