ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Α. ΚΟΥΡΤΗΣ

Το Διεθνές Δίκαιο προστάτης της μνήμης σε καιρό πολέμου

Ακούστε το άρθρο 8'
07.05.2025 | 08:00
H Παναγία της Κανακαριάς στην κατεχόμενη Αμμόχωστο με τα περίφημα ψηφιδωτά
Σε μία περίοδο που πολεμικές συγκρούσεις μαίνονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αναδεικνύεται σε διακύβευμα διεθνούς σημασίας.

Από την καταστροφή μνημείων στη Συρία και την Ουκρανία, μέχρι τη λεηλασία θησαυρών της Κύπρου και την υπόθεση Al Mahdi στο Μάλι -όπου για πρώτη φορά καταδικάστηκε από διεθνές ποινικό δικαστήριο δράστης αποκλειστικά για έγκλημα κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς- το διεθνές δίκαιο καλείται να σταθεί θεματοφύλακας της Ιστορίας και εργαλείο συλλογικής επιβίωσης. 

Εβδομήντα χρόνια μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης της Χάγης του 1954 –του πρώτου διεθνούς νομικού κειμένου για την προστασία πολιτιστικών αγαθών εν καιρώ πολέμου– η Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και τη Σχολή Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών του ΔΙΠΑΕ, διοργανώνει  διήμερο συνέδριο (8–9 Μαΐου 2025, Αίθουσα τελετών ΑΠΘ) με σκοπό να εξετάσει και να προσεγγίσει εκ νέου  το διεθνές νομικό πλαίσιο που διέπει την πολιτιστική κληρονομιά σε ζώνες πολέμου.

Δημήτριος  Α. Κούρτης 

Στη συνέντευξή του στα Μακεδονικά Νέα, ο Δημήτριος Α. Κούρτης, διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, από τους βασικούς ομιλητές του συνεδρίου, μιλά  για τις προκλήσεις της διεθνούς ποινικής ευθύνης για εγκλήματα κατά της πολιτιστικής ταυτότητας. 

Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου

-Τι σηματοδοτεί η επέτειος των 70 χρόνων από τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και ποια η επικαιρότητά της σήμερα;

Σηματοδοτεί όχι μόνον έναν ιστορικό σταθμό στη θεσμική εξέλιξη του διεθνούς και δη του ανθρωπιστικού δικαίου, αλλά και μια ευκαιρία αναστοχασμού ως προς την αποτελεσματικότητα και τα όρια του υφιστάμενου πλαισίου προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς εν καιρώ πολέμου. Ήταν το πρώτο οικουμενικό διεθνές κείμενο που καθιέρωσε νομικές υποχρεώσεις των κρατών για την προληπτική και κατασταλτική προστασία των πολιτιστικών αγαθών, καθώς και για τον σεβασμό τους κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για διεθνείς ή μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις.

Αν σκεφτεί κανείς ότι προ της Σύμβασης, στο διεθνές πεδίο η προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου επαφίετο στον 56ο Κανονισμό της Τέταρτης Σύμβασης της Χάγης του 1907 και το Κοινό Άρθρο 3 των Τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949, η υιοθέτηση ενός πληρέστερου κώδικα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εμπολέμων αποτελεί ήδη μέγιστο κατόρθωμα του διεθνούς νομικού μας πολιτισμού.

Η διιστορικότητα και επικαιρότητα της Σύμβασης είναι εμφανής σήμερα, υπό το φως σύγχρονων συγκρούσεων που επιφέρουν εκτεταμένες καταστροφές πολιτιστικών μνημείων (λ.χ. σε Συρία, Παλαιστίνη, Ουκρανία, Αρτσάχ).Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι η Νομική μας Σχολή του ΑΠΘ, σε συνεργασία με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και τη Σχολή Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος, επέλεξε να τιμήσει την επέτειο των 70 ετών με ένα διήμερο συνέδριο (8–9 Μαΐου 2025), υπό την αιγίδα των Υπουργείων Πολιτισμού Ελλάδος και Κύπρου, αφιερωμένο στην Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε Καιρό Πολέμου. Το συνέδριο επιχειρεί να αποτιμήσει τη νομική και πρακτική εφαρμογή της Σύμβασης και  να καταδείξειτη συγκαιρινή αξία της σε τρεις άξονες: πρόληψη, καταστολή και αποκατάσταση. Ενδεικτική της θεσμικής του βαρύτητας είναι η συμμετοχή ανώτατων αξιωματικών, διεθνών εμπειρογνωμόνων και ακαδημαϊκών, καθώς και η υποστήριξή του από την Ελληνική Επιτροπή Κυανής Ασπίδας και την Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, συγκροτώντας ένα πρότυπο forum σύζευξης θεωρίας, πράξης και εμπειριών πεδίου

-Σε πολλά μέτωπα πολέμου τα πολιτιστικά αγαθά μετατρέπονται συχνάσε στόχους. Πώς το αντιμετωπίζει αυτό το διεθνές δίκαιο;

Το διεθνές δίκαιο, ιδίως μέσω της Σύμβασης της Χάγης του 1954 και του Δεύτερου Πρωτοκόλλου του 1999, αντιμετωπίζει τη στοχευμένη επίθεση κατά πολιτιστικών αγαθών ως σοβαρή παραβίαση των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αναγνωρίζοντας ότι σε πολλές ένοπλες συρράξεις τα πολιτιστικά αγαθά καθίστανται στόχοι όχι μόνον για τη στρατηγική τους θέση αλλά και ως φορείς εθνικής ταυτότητας και ιστορικής μνήμης, το διεθνές δίκαιο θεσπίζει ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας, απαγορεύοντας κατ’ αρχήν κάθε πράξη στόχευσης των εν λόγω αγαθών. Επιπλέον, το Δεύτερο Πρωτόκολλο εισάγει την έννοια της «ενισχυμένης προστασίας» για πολιτιστικά αγαθά εξαιρετικής σημασίας, τα οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελούν αντικείμενο επίθεσης ή χρήσης για στρατιωτικούς σκοπούς. Η εσκεμμένη καταστροφή τέτοιων αγαθών μπορεί να στοιχειοθετήσει έγκλημα πολέμου, σύμφωνα και με το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) (άρθρο 8). Το consensusπου αποτυπώνει το άρθρο 8, επιβεβαιώνει ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν αποτελεί απλή ηθικολογία, αλλά διακριτό στόχο της διεθνούς κοινότητας. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 8(2)(b)(ix) και 8(2)(e)(iv) του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου καθιερώνουν την ποινική ευθύνη για επιθέσεις κατά πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση διεθνούς και μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης, αντιστοίχως.

-Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε καιρό πολέμου είναι κατά κάποιον τρόπο  και προστασία της ταυτότητας των λαών; Πόσο κομβική είναι αυτή η διάσταση στο διεθνές ποινικό δίκαιο; 

H προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε καιρό πολέμου ισοδυναμεί σε πολλές περιπτώσεις με προστασία της ταυτότητας των λαών, υπό την έννοια του συλλογικού δικαιώματος στην ύπαρξη και της δια-γενεακής επιβίωσης, καθώς η στοχευμένη καταστροφή μνημείων, τεχνουργημάτων ή τοποσήμων επιδιώκει συχνά την εξάλειψη της συλλογικής ύπαρξης, μνήμης και πολιτισμικής συνέχειας του στοχοποιημένου πληθυσμού. Το διεθνές ποινικό δίκαιο αναγνωρίζει πλέον αυτή τη διάσταση, ιδίως μέσα από τις εξελίξεις που σηματοδοτεί το Καταστατικό της Ρώμης, το οποίο καθιερώνει όχι μόνον μέσα ποινικής τιμώρησης, αλλά και ένα σύστημα (άρθρο 75) χορήγησης επανόρθωσης υπέρ των θυματοποιημένων ατόμων και ομάδων. Στην υπόθεση Al Mahdi, μάλιστα, το Δικαστήριο επεδίκασε συμβολική αποζημίωση ενός ευρώ προς την UNESCO, στο νομικό πρόσωπο της οποίας θεωρήθηκε ότι εκπροσωπείται σύσσωμη η διεθνής κοινότητα. Τούτη υπέστη βλάβη αμιγώς νομική, ένεκα της καταστροφής μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το διακύβευμα της προστασίας δεν είναι απλώς η φυσική υπόσταση των πολιτιστικών αγαθών, αλλά η διατήρηση της ίδιας της ύπαρξης της ομάδας ως φορέα πολιτισμικής ταυτότητας, πράγμα που ανάγεται στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος ύπαρξης ενός λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, η στόχευση πολιτιστικών αγαθών δεν αποτελεί μόνον μια «παράπλευρη» συνέπεια της σύγκρουσης, αλλά συνιστά έκφραση μιας επιτελεστικής πρόθεσης εξάλειψης της ταυτότητας και της συλλογικής μνήμης, γεγονός που τοποθετεί τέτοιες ενέργειες, εφόσον φυσικά συντρέχουν και άλλα στοιχεία, εντός του φάσματος των πρακτικών που είτε προπαρασκευάζουν είτε συνοδεύουν την τέλεση σοβαρότατων διεθνών ποινικών αδικημάτων, περιλαμβανομένου και του «εγκλήματος των εγκλημάτων» (γενοκτονία).

Συνεπώς, η πολιτιστική κληρονομιά δεν προστατεύεται απλώς ως αγαθό in rem, αλλά ως κρίσιμο στοιχείο της ιστορικής ταυτότητας ενός λαού ή ομάδας. 

-Ποια η θέση της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς; 

Είναι σημαντική η θέση της χώρα μας ως κράτος με μακραίωνη ιστορική συνείδηση, ενεργή διπλωματική παρουσία και επαρκέστατη νομική θωράκιση στον τομέα αυτό. Από την κύρωση της Σύμβασης της Χάγης του 1954 μέχρι και την υιοθέτηση της Σύμβασης της UNESCO του 1970 για την παρεμπόδιση και αποτροπή της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας πολιτιστικών αγαθών και της Σύμβασης της UNIDROIT του 1995 για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση, υιοθέτηση και διασφάλιση της εφαρμογής ενός αρκετά πυκνού σε επίπεδο νομικό διατάξεων θεσμικού πλαισίου προάσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε καιρό ειρήνης και πολέμου και πάταξης της παντός είδους αρχαιοκαπηλίας.

Ασφαλώς, οι νομικές διατάξεις δεν αποτελούν πανάκεια. Εκείνο που απαιτείται είναι η σταθερή και συνεπής προσήλωση στο γράμμα και στο πνεύμα τους και η ανάληψη νομικών και πολιτικών ενεργειών προς αυτόν τον σκοπό. Αν και η χώρα μας έχει κάνει σταθερά βήματα προόδου, παρατηρούνται κάποιες εγγενείς αρρυθμίες. Εγγενείς γιατί είναι τρόπον τινά αναπόφευκτες αν συλλογιστούμε  τον αποκεντρωμένο και συναινετικό χαρακτήρα της διεθνούς δικαιοταξίας, ιδίως στο πεδίο που εξετάζουμε όπου η εφαρμογή των κανόνων περνά μέσα από τους διαύλους του εθνικού δικαίου και του εσωτερικού δικαστικού συστήματος πολιτειών που δεν υιοθετούν πάντοτε την ίδια προσέγγιση με την Ελλάδα.

Ενδεικτικά, στην πρόσφατη υπόθεση Barnet κλπ. κατά του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδος (2019/2020), το περιφερειακό δικαστήριο της Ν. Υόρκης δικαίωσε σε πρώτο βαθμό τους ιδιώτες που απέκτησαν τίτλο δι’ αγοράς εκ του αρχικού αρχαιοκάπηλου, θεωρώντας ότι η εκ μέρους της Ελλάδας έγερση αξίωσης προστασίας ενός χάλκινου αγαλματιδίου ίππου της γεωμετρικής περιόδου αποτελούσε εμπορική υπόθεση. Ευτυχώς, το ομοσπονδιακό εφετείο των ΗΠΑ έκρινε ότι η επέμβαση του ελληνικού κράτους για την αποτροπή της εκποίησης του ίππου από διεθνή οίκο δημοπρασιών συνιστούσε πράξη κυριαρχίας και άρα δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία των αμερικανικών δικαστηρίων, αναγνωρίζοντας εμμέσως τη νομιμότητα των διεκδικήσεων της χώρας μας επί τη βάση του διεθνούς και του ελληνικού δημοσίου δικαίου.

Χάλκινο αγαλματίδιο ίππου, που βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνούς δικαστικής διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και ιδιωτών στις ΗΠΑ

Σε αυτό το πλαίσιο, το Συνέδριο δεν αποτελεί απλώς έναν επετειακό φόρο τιμής στη Σύμβαση του 1954. Αντιθέτως, συγκροτεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεσμική πρωτοβουλία που συνδυάζει θεωρητική εμβάθυνση, πρακτικές προσεγγίσεις και μαρτυρίες από το πεδίο, με τη συμμετοχή ανώτατων αξιωματικών, διεθνών εμπειρογνωμόνων και νομικών επιστημόνων. Η ουσιαστική συμβολή του συνεδρίου συνίσταται στη δυνατότητα σύγκλισης της νομικής θεωρίας με τις ανάγκες των επιχειρησιακών δρώντων και των πολιτιστικών φορέων, ανοίγοντας έναν σπάνιο δίαυλο επικοινωνίας που φιλοδοξούμε να παράξει πρακτικά αποτελέσματα.

-Ποια κεντρικά ζητήματα επιχειρεί να αναδείξει η  θεματική της «πολιτιστικής διάστασης της κυπριακής τραγωδίας»; 

Δεν περιορίζεται στην ιστορική αναφορά των γεγονότων του 1974, αλλά επιδιώκει να αναδείξει την πολιτιστική καταστροφή ως κρίσιμο στοιχείο της συστηματικής παραβίασης του διεθνούς δικαίου στην κατεχόμενη Κύπρο. Στόχος μας είναι να καταδειχτεί και η σχέση μεταξύ της στοχευμένης καταστροφής και λεηλασίας πολιτιστικών αγαθών στο κατεχόμενο τμήμα της Δημοκρατίας και της ευρύτερης επιχείρησης διαγραφής του πολιτιστικού και θρησκευτικού αποτυπώματος των Ελληνοκυπρίων στις πατρογονικές τους εστίες. Θα γίνει αναφορά σε επιτυχημένα παραδείγματα επαναπατρισμού, όπως η διάσημη υπόθεση των ψηφιδωτών της Παναγίας της Κανακαριάς στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, η οποία καταδεικνύει το πώς οι συντονισμένες προσπάθειες της Εκκλησίας της Κύπρου ματαίωσαν τα ληστρικά σχέδια του εκ πολέμου αρχαιοκάπηλου. 

-Σε τι αναφέρεται η εισήγησή σας για το Μάλι και γιατί αφορά το ζήτημα τη διεθνή κοινότητα; 

Η υπόθεση Al Mahdi ενώπιον του ΔΠΔ είναι η πρώτη μεταπολεμική περίπτωση στην οποία διεθνής ποινικός δικαιοδοτικός θεσμός καταδικάζει τον δράστη αποκλειστικά για την τέλεση εγκλημάτων πολέμου κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο Ahmad Al Faqi A lMahdi καταδικάστηκε το 2016 για την καταστροφή εννέα μαυσωλείων και της θύρας του τεμένους Sidi Yahia στο Τιμπουκτού, ενέργειες που συνιστούν παραβίαση του άρθρου 8(2)(e)(iv) του Καταστατικού της Ρώμης. Η υπόθεση δεν είναι σημαντική μόνο για την εφαρμογή του κρίσιμου κανόνα, αλλά και διότι εισάγει έναν νέο τύπο «αναίμακτης» τρόπον τινά θυματοποίησης, όπου το πλήγμα στρέφεται κατά της συλλογικής μνήμης, της ταυτότητας και της πνευματικής συνοχής ενός λαού.

Η διεθνής κοινότητα καλείται, μέσω της υπόθεσης αυτής, να αντιμετωπίσει θεμελιώδη ερωτήματα: ποιοι είναι τα θύματα της καταστροφής πολιτιστικής κληρονομιάς, πως αποτιμάται η ηθική βλάβη που υφίστανται και με ποιον τρόπο αποκαθίσταται ένα έγκλημα που δεν πλήττει άμεσα ανθρώπινες ζωές, αλλά απορφανίζει τις κοινότητες από τη μνήμη και την ιστορία τους. Η απόφαση επί αποζημιώσεων του 2017 αναγνώρισε τέσσερις ομόκεντρους κύκλους θυμάτων –από την τοπική κοινότητα μέχρι τη διεθνή κοινότητα– και καθιέρωσε συμβολικές και υλικές επανορθώσεις, καλύπτοντας κάθε επηρεαζόμενο πρόσωποσυμπεριλαμβανομένων και των απογόνων των ενταφιασμένων στα μαυσωλεία Αγίων.Η υπόθεση Al Mahdi είναι επίσης ενδεικτική του ότι το διεθνές ποινικό δίκαιο δεν είναι αποπολιτικοποιημένο. Το ΔΠΔ έκανε μια στρατηγική επιλογή: να ασκήσει δίωξη για ένα έγκλημα «ορατό», τεκμηριωμένο σε βίντεο, με κατηγορούμενο που ομολόγησε. Πρόκειται, συνεπώς για μια συνειδητή επιλογή του Δικαστηρίου να καταδείξει ότι η διεθνής κοινότητα δε μένει αδιάφορη όταν το πολιτιστικό αποτύπωμα ενός λαού ή ομάδας εξαλείφεται στο πλαίσιο ένοπλης σύρραξης.

-Ένα από τα ερευνητικά σας πεδία  είναι η νομική ρύθμιση της μνήμης. Πώς εντάσσεται στην κατεύθυνση αυτή η προστασία  μνημείων και πολιτιστικών αγαθών;

Η νομική ρύθμιση της μνήμης αφορά τους τρόπους με τους οποίους το δίκαιο (και δη το διεθνές δίκαιο) παρεμβαίνει στη διαχείριση του παρελθόντος: μέσω απαγορεύσεων (όπως η ποινικοποίηση της άρνησης γενοκτονίας), μέσω θετικών υποχρεώσεων (όπως η υποχρέωση ανάμνησης/memorialisation) ή μέσω ρυθμίσεων για την πρόσβαση σε τεκμήρια και τοπόσημα μνήμης. Και οι τρεις αυτές παράμετροι συνδέονται και  με την επανορθωτική λειτουργία στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων των ομάδων και των ατόμων. Η προστασία των μνημείων και των πολιτιστικών αγαθών συνιστά αναπόσπαστο μέρος της νομικής ρύθμισης της μνήμης, διότι τα υλικά τεκμήρια του πολιτισμού –από αρχαίους ναούς και εκκλησίες έως χειρόγραφα και ιερές εικόνες– λειτουργούν ως φορείς συλλογικής μνήμης και ως αναπαραστάσεις της ιστορικής ταυτότητας των κοινοτήτων. Το δίκαιο δε ρυθμίζει απλώς την υλική διάσωση των μνημείων· κατοχυρώνει ταυτόχρονα και το δικαίωμα των κοινωνιών να θυμούνται, να ερμηνεύουν και να μεταβιβάζουν στις επόμενες γενιές την πολιτιστική τους ταυτότητα. 

Χρύσα Νάνου