Δύο δελφίνοι, ο Καζιμίρ και ο Φιλιντόρ, περιμένουν να μάθουν ποιος από τους δύο θα ανεβεί στον θρόνο. Αυταρχικός κι ανυπόμονος ο πρώτος, περισσότερο πράος και ευγενικός ο δεύτερος – ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται αρχικά. Ανάμεσά τους κινείται ένας υπηρέτης-σύνδεσμος, καταλύτης, παρατηρητής της αναμονής και της φθοράς. Το έργο, μέσα από λεκτικά παιχνίδια, παρεξηγήσεις και επαναλαμβανόμενες στιχομυθίες, ξετυλίγει έναν διάλογο γεμάτο αμφισημία, ειρωνεία, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη αγωνία για υπεροχή.
«Το κείμενο λειτουργεί ως ένα παιχνίδι λόγου, με έντονα στοιχεία παρωδίας και σαρκασμού. Ξεκινά με ένα ύφος μεγαλόσχημο, προδιαθέτει για κάτι επικό, αλλά σταδιακά οδηγείται σε μία κατάσταση αφόρητης γείωσης Είναι μια μορφή κριτικής απέναντι στα μεγαλεπήβολα όνειρα που κάνουμε στη ζωή, όμως έρχεται η ανατροπή και μας ισοπεδώνει, μας κάνει να νιώθουμε ένα με το χώμα. Εκεί, ακριβώς, έρχεται η ανακούφιση: γελώντας με τα ίδια μας τα προβλήματα», λέει σε συνέντευξη του στα Μακεδονικά Νέα ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Θωμάς Μοσχόπουλος (φωτο Αντρέας Σιμόπουλος)
Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου
-Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε και να σκηνοθετήσετε το έργο;
Ξεκίνησα να το γράφω μάλλον αυθόρμητα, μέσα στις μέρες της καραντίνας, εκείνη την περίοδο της παράξενης έντασης και αναμονής. Άρχισα να γράφω καθημερινά, σχεδόν σαν ένα προσωπικό ραντεβού. Έτσι άρχισε να μορφοποιείται κάτι που ξεκίνησα για πλάκα. Το έργο γεννήθηκε από έναν συνδυασμό χιούμορ και ανάγκης εκτόνωσης. Η πρώτη του παρουσίαση ήταν ραδιοφωνική, στον 9.84 του Δήμου Αθηναίων, και από εκεί ξεκίνησε να αποκτά θεατρική μορφή.
-Το έργο έχει σαφείς επιρροές από τον Μπέκετ. Πώς εντάσσεται αυτό στο δικό σας δημιουργικό σύμπαν;
Ο Μπέκετ είναι πάντα μια σταθερά για μένα. Στην καραντίνα διάβαζα ξανά και ξανά τα έργα του με έναν σχεδόν εμμονικό τρόπο. Ήμουν «ποτισμένος» από το ύφος του. Όταν ανεβάζεις ή μεταφράζεις Μπέκετ, τον καταλαβαίνεις πιο ουσιαστικά. Ήθελα αυτό το έργο να λειτουργήσει ως πρακτική σπουδή πάνω στο μπεκετικό σύμπαν, όχι μίμηση, αλλά παραπομπή. Η επικοινωνία είναι πάντα υπό αίρεση, ο χρόνος είναι πάντα ρευστός και οι λέξεις συχνά οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ποιοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι, ο Καζιμίρ και ο Φιλιντόρ; Τι εκπροσωπούν;
Δεν είναι ακριβώς άνθρωποι, δηλαδή ρεαλιστικοί χαρακτήρες. Είναι περισσότερο συμβολικές μορφές σαν τα δύο κέντρα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Εκπροσωπούν δύο αντίρροπες δυνάμεις: τη λογική και την παρόρμηση. Τη συνετή, ορθολογική πλευρά και την πιο καλλιτεχνική, αυθόρμητη και ελαφρώς ανεύθυνη. Από την άποψη αυτή είναι μία σπουδή το έργο πάνω στη σύγκρουση, τόσο εξωτερική όσο και εσωτερική. Υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο, ο υπηρέτης -όπως η υπόφυση στον εγκέφαλό μας- που προσπαθεί να γεφυρώσει τη σύγκρουση και το κάνει με έναν τρόπο κωμικό, σχεδόν σωματικό. Οι άνθρωποι έχουμε ροπή στη διαφωνία, τη σύγκρουση. Ακόμη κι αν βάλεις δύο απόλυτα ταυτισμένα άτομα σε ένα δωμάτιο, σε μισή ώρα θα διαφωνήσουν. Αυτή είναι η φύση της σύγκρουσης.
-Η έννοια του χρόνου φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο. Πώς την αντιλαμβάνεστε;
Ο χρόνος είναι ταυτόχρονα αντικειμενική αξία και αυθαίρετη σύμβαση. Με απασχολεί ιδιαίτερα καθώς μεγαλώνουμε το πώς τον βιώνουμε, πώς τον ερμηνεύουμε. Στο έργο υπάρχει ένα ρολόι που χτυπά κάθε φορά διαφορετικά και κάθε φορά δείχνει λάθος ώρα. Ήθελα να «τρολάρω» την έννοια του χρόνου. Ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι έχουμε χρόνο ή ότι μας τελειώνει ο χρόνος. Μα στην ουσία, η πραγματικότητα είναι αδιάφορη απέναντι σε όλες αυτές τις ανησυχίες μας. Ο χρόνος πάντα μας ξεπερνά. Κι έτσι, όπως έλεγε και ο Μπέκετ, μπροστά στο χειρότερο πρέπει να μάθεις να γελάς.
-Ο τίτλος περιλαμβάνει τον όρο «Δελφίνοι». Ποιο είναι το σχόλιό σας για την εξουσία;
Δεν με απασχολεί τόσο η εξουσία ως θεσμός και έννοια, αλλά η κυριαρχία. Η ανάγκη του ανθρώπου να υπερέχει, να ξεχωρίζει, να τον αναγνωρίζουν ως «κάτι παραπάνω». Όπως λέει ο Φιλιντόρ: «Δεν θέλω να γίνω βασιλιάς. Θέλω να με κάνουν οι άλλοι βασιλιά» Πρόκειται για μια εσωτερική πάλη ετεροπροσδιορισμού. Συγκρινόμαστε διαρκώς με τους άλλους για να μετρήσουμε την αξία μας. Αυτός ο μηχανισμός γεννά τον ανταγωνισμό, όχι μόνο στην πολιτική ή την εξουσία, αλλά και στις πιο απλές, καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις.
Οι χαρακτήρες ξεκινούν ως αντίθετοι τύποι, αλλά σταδιακά αποδομούνται. Τι θέλετε να πείτε με αυτό;
Ακριβώς αυτό: ότι οι ταυτότητές μας είναι ρευστές. Δεν είμαστε ποτέ μόνο ένα πράγμα. Ο «καλός» μπορεί να αποδειχθεί σκληρός. Ο «δυνατός» να φοβάται. Οι ρόλοι εναλλάσσονται, οι προσδιορισμοί διαψεύδονται. Το έργο προσπαθεί να σπάσει αυτές τις σταθερές και να δείξει πως κάτω από κάθε ρόλο, υπάρχει κάτι ρευστό και απροσδιόριστο. Κάτι που μας κάνει αβέβαιους και γι’ αυτό βαθιά ανθρώπινους.
Συντελεστές της παράστασης
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, Σκηνικά- Κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας, Κίνηση -Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Παπανικάνδρου, Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου, Οργάνωση παραγωγής: Άννα Μαρία Γάτου, Αθανασία Ανδρώνη
Β βοηθός Σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Κωνσταντίνος – Νικηφόρος Κωστούλας, Βοηθός Σκηνογράφου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Ιάσων- Αναστάσιος Δότσος
Παίζουν: Δημήτρης Ναζίρης (Φιλιντόρ), Έφη Σταμούλη (Καζιμίρ), Στέλιος Χρυσαφίδης (Υπηρέτης)
Φιγκυράν: Δημήτρης Γαλανάκης, Νίκος Κουφόπουλος, Λευτέρης Κωνσταντίνου, Άγγελος Μανωλίδης -Τζημινόπουλος, Άγγελος Ξάνθης, Χρήστος Παναγιωτόπουλος, Κωνσταντίνος Στούμπης
Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Εθ. Αμύνης 2)
Πρεμιέρα: Σάββατο 17 Μαΐου, στις 21.00
Ώρες παραστάσεων
Τετάρτη: 19:00
Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00
Σάββατο: 18.00 & 21.00
Κυριακή: 19:00