Η ανάπλαση της ΔΕΘ έχει χαρακτηριστεί έργο εθνικής εμβέλειας, καθώς δεν αφορά μόνο τη Θεσσαλονίκη, αλλά τη συνολική αναβάθμιση του εκθεσιακού τοπίου της χώρας. Το σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου συνεδριακού και εκθεσιακού πόλου στο κέντρο της πόλης, με υψηλές περιβαλλοντικές προδιαγραφές και σημαντικά αυξημένο ποσοστό πρασίνου. Το έργο έχει σχεδιαστεί βάσει διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και πολυετών μελετών, ξεκινώντας ήδη από το 2012. Όπως τόνισε ο πρόεδρος της ΔΕΘ, «δεν μπορούμε να μηδενίσουμε ξανά το κοντέρ». Ήδη έχουν δαπανηθεί σημαντικοί πόροι και χρόνος, ενώ η ανάγκη για αναβάθμιση παραμένει αμείλικτη. Ωστόσο, τα δεδομένα πλέον έχουν αλλάξει και δεν γνωρίζουμε τι θα αποφασιστεί τελικά ως προς τις εκθεσιακές υποδομές, και αν θα γίνουν όπως προτάθηκαν από την αρχιτεκτονική μελέτη.
Η καθυστέρηση που κόστισε στην πόλη
Η ΔΕΘ έχει διαχρονικά λειτουργήσει ως οικονομικός και κοινωνικός μοχλός ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισήμανε και ο ίδιος ο κ. Τζήκας, η έλλειψη υποδομών και ο εκσυγχρονισμός που δεν έγινε εδώ και 30 χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίου αγοράς υπέρ άλλων εκθεσιακών προορισμών – εντός και εκτός Ελλάδας. Η Αθήνα, αλλά και πόλεις των Βαλκανίων, κέρδισαν έδαφος, εκμεταλλευόμενες την υποχώρηση της Θεσσαλονίκης σε επίπεδο εκθεσιακής δυναμικής.
Η κατάσταση άρχισε να αντιστρέφεται σταδιακά μετά το 2013. Σύμφωνα με τον κ. Τζήκα, τριπλασιάστηκαν οι ημέρες λειτουργίας της ΔΕΘ, ενισχύθηκε η ατζέντα με νέα προϊόντα και καθιερώθηκαν θεσμοί όπως αυτός της Τιμώμενης Χώρας. Ωστόσο, χωρίς νέες υποδομές, η πρόοδος αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα.
Χρηματοδότηση και νέες συνθήκες
Η αρχική σύλληψη της ανάπλασης βασιζόταν στο μοντέλο ΣΔΙΤ, σύμπραξη δηλαδή δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων δημόσιας χρηματοδότησης την περίοδο των μνημονίων. Το σχέδιο προέβλεπε την παρουσία ιδιώτη επενδυτή, μέσω της κατασκευής επιχειρηματικού κέντρου και ξενοδοχείου, ώστε να καταστεί το έργο οικονομικά βιώσιμο. Πλέον, όπως εξήγησε ο κ. Τζήκας, οι συνθήκες έχουν αλλάξει καθώς «αν υπάρχει δυνατότητα δημόσιας χρηματοδότησης, τότε δεν χρειαζόμαστε τον ιδιώτη και συνεπώς το ξενοδοχείο και το επιχειρηματικό κέντρο».
Το Υπερταμείο, ως βασικός μέτοχος της ΔΕΘ-Helexpo, φαίνεται να εξετάζει πλέον σενάρια που δεν προϋποθέτουν την παρουσία ιδιώτη, δίνοντας έμφαση στη βιωσιμότητα και στην κοινωνική αποδοχή του έργου. Η αύξηση του κόστους υλικών και οι πολύπλοκες προτάσεις του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την προηγούμενη εκδοχή του σχεδίου. Ωστόσο, η διοίκηση της ΔΕΘ εμφανίζεται διατεθειμένη να μειώσει το οικοδομικό αποτύπωμα, χωρίς να θυσιάσει τον βασικό πυρήνα της ανάπλασης.
Υπενθυμίζεται ότι κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, ο Πρωθυπουργός σημείωσε πως «ακούω τις επιφυλάξεις του Δήμου και των πολιτών, θεωρώ πως ορισμένες είναι δικαιολογημένες» και στη συνέχεια, προανήγγειλε ότι το σχέδιο ανάπλασης επανεξετάζεται από την αρχή, με στόχο να υπάρξει πλήρης συνεννόηση με την τοπική κοινωνία. Υπογράμμισε δε ότι μέχρι τις μεγάλες αποφάσεις στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο, το έργο και το χρηματοδοτικό σχήμα θα έχουν επεξεργαστεί εκ νέου.
Αυτό σηματοδοτεί, ενδεχομένως, την παύση του μοντέλου ΣΔΙΤ και την πορεία προς ένα δημόσιο, βιώσιμο και κοινωνικά αποδεκτό σχέδιο, με κοινή γραμμή το «ουδείς ιδιώτης, ξενοδοχείο ή επιχειρηματικό πάρκο».
Από την άλλη, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης, σε πρόσφατη δημόσια τοποθέτησή του, τόνισε με έμφαση ότι κανένας δεν θα έβαζε υπογραφή για να φύγει η ΔΕΘ από την καρδιά της πόλης. «Η ΔΕΘ είναι του Δήμου Θεσσαλονίκης και δεν χρειαζόμαστε ξενοδοχείο ή εμπορικό κέντρο. Είναι έργο δημοσίου χαρακτήρα, μητροπολιτικό πάρκο, ποιοτικό πράσινο, ελλειπτικό οικοδομικό αποτύπωμα, υπόγειους χώρους στάθμευσης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Αγγελούδης δήλωσε ρητά ότι η ανάπλαση πρέπει να είναι δημόσιο έργο, χωρίς real‑estate σχήματα ή μονοπωλιακές κατασκευές και υποστηρίζει ότι το σχέδιο θα παραμείνει στο κέντρο της πόλης, διατηρώντας τη μακραίωνη φυσική σύνδεση της ΔΕΘ με τον αστικό ιστό, θα περιλαμβάνει παραγωγικό πάρκο πρασίνου άνω των 200 στρεμμάτων, με υπόγειο πάρκινγκ και μικρό κτιριακό αποτύπωμα. Κάλεσε ακόμη το Υπερταμείο να ξεκαθαρίσει άμεσα το τελικό χρονοδιάγραμμα και το μοντέλο χρηματοδότησης, χωρίς να μετακυλήσει την ευθύνη στην κοινωνία, αλλά να βρει λύσεις χωρίς να διχάσουν την πόλη .
Η αξία της παραμονής στο κέντρο
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του έργου είναι η διατήρηση της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης – στην «καρδιά» της αστικής ζωής και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης στα δυτικά της πόλης, που συζητείται συνεχώς, θεωρείται από τη διοίκηση της ΔΕΘ μη βιώσιμο. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τζήκας, «η πόλη δεν μπορεί να συντηρεί δύο εκθεσιακά κέντρα, ένα στο κέντρο και ένα στα δυτικά». Η ανάγκη για φυσική παρουσία, για τη δυνατότητα επαφής, για «χειραψίες» – όπως χαρακτηριστικά ανέφερε – παραμένει κρίσιμη ακόμη και στην εποχή της ψηφιοποίησης, και ο εκθεσιακός κλάδος αναμένεται να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Η κοινωνική αποδοχή
Η κοινωνική βάση για την ανάπλαση είναι ισχυρή. Η έρευνα της Interview, που πραγματοποιήθηκε σε 2.050 πολίτες της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, αποκαλύπτει το βάθος της σύνδεσης των κατοίκων με τον θεσμό. Το 77% θεωρεί πολύ ή αρκετά σημαντικές τις εκθέσεις για την πόλη, ενώ το 83% πιστεύει ότι ενισχύουν το brand της Θεσσαλονίκης. Το 99% έχει επισκεφθεί τη ΔΕΘ έστω μία φορά, και το 52% το κάνει κάθε χρόνο.
Ιδιαίτερα υψηλή είναι και η αναγνώριση της συμβολής της στην οικονομία. Το 79% βλέπει θετικό αντίκτυπο στην τοπική οικονομία, ενώ το 91% αναγνωρίζει αύξηση των πληροτήτων στα ξενοδοχεία κατά τις περιόδους διοργάνωσης. Το 77% αναφέρει έντονη εμπορική και καταναλωτική κινητικότητα, με τις μεγάλες εκθέσεις όπως η Agrotica, η Philoxenia και η BEYOND να παίζουν καταλυτικό ρόλο στον επαγγελματικό τουρισμό. Είναι γνωστό άλλωστε ότι κατά τη διάρκεια των εκθέσεων καταγράφονται υψηλές πληρότητες τόσο σε ξενοδοχεία όσο και σε καταλύματα τύπου Airbnb ενώ ευνοημένοι κλάδοι από την εκθεσιακή δραστηριότητα είναι η εστίαση και το λιανεμπόριο του κέντρου της πόλης. Στην ερώτηση για τις πιο ωφέλιμες δράσεις της, οι πολίτες ανέδειξαν τις ίδιες τις εκθέσεις (28,3%), τις θεματικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ (16,1%), τις πολιτιστικές δράσεις (13,4%), τις υγειονομικές και παιδικές δραστηριότητες (10,7% και 9,0% αντίστοιχα).
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι η ολοκλήρωση της ανάπλασης θα δώσει περαιτέρω ώθηση και στον συνεδριακό τουρισμό της πόλης. Όπως έχει δηλώσει στα Μακεδονικά Νέα ο Δημήτρης Γανίτης, διευθυντής του Thessaloniki Convention Bureau (TCB), από πλευράς συνεδριακών υποδομών, η Θεσσαλονίκη σήμερα στηρίζεται στο Μέγαρο Μουσικής, τη ΔΕΘ και σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες για να εξυπηρετήσει τις συνεδριακές της ανάγκες. Όμως, κατά τον ίδιο, η έλλειψη ενός υπερσύγχρονου, μεγάλου συνεδριακού κέντρου αποτελεί κρίσιμο παράγοντα.
Η ανάπλαση της ΔΕΘ μπορεί να μεταμορφώσει τις δυνατότητες της πόλης, διότι θα προσφέρει ένα συνεδριακό κέντρο ευρωπαϊκών προδιαγραφών σε στρατηγική τοποθεσία — κάτι, που κατά τον κ. Γανίτη, λίγες πόλεις μπορούν να καυχηθούν. «Η πόλη διαθέτει υποδομές οι οποίες αν αναβαθμιστούν θα τη βοηθήσουν να ανοίξει τα φτερά της στον συνεδριακό τουρισμό. Αν επιτευχθεί η ανάπλαση, θα μπορούσε να προσφέρει στην πόλη το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που της λείπει απέναντι σε πιο ισχυρούς προορισμούς του ευρωπαϊκού συνεδριακού χάρτη. Θα είναι ιδιαίτερα προνομιακό να υπάρχει ένα σύγχρονο συνεδριακό κέντρο στην καρδιά της», πρόσθεσε.
Οι προκλήσεις και τα παράπονα
Παρά τη στήριξη και τη θετική εικόνα, η έρευνα ανέδειξε και προβληματισμούς. Το 43,9% των πολιτών επισημαίνει το κυκλοφοριακό, το 32,9% αναφέρει την έλλειψη χώρων στάθμευσης, και το 14,5% κάνει λόγο για ζητήματα ασφάλειας. Το 32% δηλώνει ότι η ΔΕΘ επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητά του - κυρίως στο κέντρο. Ωστόσο, η λειτουργία του Μετρό Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε το 2024, αναμένεται να αποσυμφορήσει την περιοχή και να ενισχύσει τη λειτουργικότητα του νέου εκθεσιακού κέντρου με την πλήρη λειτουργία του.
Το στοίχημα του μέλλοντος
Η πόλη ζητά μια σύγχρονη, πράσινη, προσβάσιμη και διεθνώς ανταγωνιστική ΔΕΘ. Οι πολίτες, με βάση την έρευνα, επιθυμούν έναν συνδυασμένο χαρακτήρα (εμπορικό, πολιτιστικό, κοινωνικό), με έμφαση στην τεχνολογία και τη διεθνή δικτύωση. Ο θεσμός της Τιμώμενης Χώρας, που έχει ήδη καθιερωθεί ως εργαλείο οικονομικής διπλωματίας, αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με την έρευνα, το 31,2% πιστεύει ότι ενισχύει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και το 23,6% ότι ενισχύει την εξωστρέφεια της Θεσσαλονίκης.
Η ΔΕΘ είναι πλέον κάτι πολύ περισσότερο από ένα εκθεσιακό γεγονός. Είναι ένας πολυλειτουργικός πυλώνας οικονομικής δραστηριότητας, πολιτιστικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής. Η μη υλοποίηση της ανάπλασης -ή η επ’ αόριστον καθυστέρησή της- ισοδυναμεί με απώλεια μιας κρίσιμης ευκαιρίας για τη Θεσσαλονίκη.
Η ανάπλαση δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικής ή αστικής ανάπλασης. Είναι κυρίως ζήτημα οικονομικής στρατηγικής, κοινωνικής συνοχής και διεθνούς ταυτότητας. Η παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο, η αξιοποίηση δημόσιας χρηματοδότησης, ο περιορισμός του οικοδομικού αποτυπώματος και η ενίσχυση του πράσινου αποτελούν τις βασικές παραμέτρους μιας λύσης «win-win».
Όπως επισήμανε ο κ. Τζήκας, «η ΔΕΘ είναι σε πορεία αναγέννησης. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος». Το στοίχημα για τη Θεσσαλονίκη είναι να μετατρέψει την ιστορική της εμπειρία σε θεμέλιο για ένα βιώσιμο και καινοτόμο μέλλον. Και αυτό το στοίχημα δεν πρέπει να χαθεί με την τελική απόφαση ωστόσο να βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού.